Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Ο γέρος και ο γάϊδαρος-καπετάν Γιάννης






Ο γέρος είχε το κονάκι του στα ριζά του Κιθαιρώνα. Δεν ήταν πολύ μεγάλος στην ηλικία. Εξήντα και κάτι μα οι άνθρωποι στα μάτια των παιδιών φάνταζαν γέροι τότε. Βέβαια δεν περιποιούνταν τους εαυτούς τους όπως οι σημερινοί άνθρωποι. Κουρεύονταν δυο φορές τον χρόνο για να μην κάνουν περιττά έξοδα. Ξυρίζονταν και πλένονταν κάθε Σάββατο για να πάνε την Κυριακή στη λειτουργιά και φορούσαν χοντρόρουχα κατάλληλα για τις αγροτικές και τις κτηνοτροφικές δουλειές που καταπιάνονταν οι άνθρωποι στα χωριά.

Πολύ δε περισσότερο ο γέρος της ιστορίας μας, που ήταν χηρευάμενος καμιά δεκαριά χρόνια. Η κυρά του είχε πεθάνει από το παλιομπάρκου. Ακριβολογώντας αρρώστια της κοιλιάς, αλλά ιατρικά ήταν η γνωστή περιτονίτις αποτέλεσμα σπασμένης σκωληκοειδούς απόφυσης, γιατί οι άνθρωποι τότε δεν πήγαιναν εύκολα σε γιατρό. Πόναγε η κοιλιά επί ημέρες, ζέσταιναν ένα κεραμίδι στον φούρνο το έβαζαν στην κοιλιά η ερεθισμένη απόφυση έσκαγε μολύνοντας το περιτόνιο και οι άνθρωποι πέθαιναν με φρικτούς πόνους.
Κι ο γέρος απόμεινε μονάχος στο κονάκι τους. Δεν προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Άλλωστε, ποια θάπαιρνε έναν ξερομαχισμένο ταλαίπωρο άνθρωπο; Τα κορίτσια του είχαν παντρευτεί στην πρωτεύουσα κι έρχονταν Πάσχα και Χριστούγεννα. Έτσι ο γέρος, απόμεινε με τα πουλερικά του, τα μαναράκια του, καμιά εικοσαριά γιδοπρόβατα, κάνα δυο γουρουνάκια και τον Ψαρή, τον Κυπραίικο γάιδαρό του.
Το χωριό δεν είχε υδροδότηση. Κι έτσι, όλοι οι κάτοικοι, προμηθεύονταν νερό από τη βρύση με το πηγαίο νερό κάτω στα χαμηλώματα στα βαρικά. Γιά την λάντζα των σπιτιών, για τα ζωντανά και για να πιουν οι ίδιοι. Είχαν όλοι ξύλινες βαρέλες, τις φόρτωναν ζερβόδεξα στα γαϊδούρια, και μικρότερες που τις έλεγαν βουτσέλες για το πόσιμο νερό. Η βρύση που ήταν χτισμένη σε ένα πλάτωμα κατάισκιο από λεύκες και ιτιές που την έκρυβαν από τον κεντρικό δρόμο. Ήταν ένα αριστοτεχνικά σχεδιασμένο οικοδόμημα. Φτιαγμένη με πελεκητή πέτρα, είχε έναν τσιμεντένιο αύλακα αρκετά βαθύ και φαρδύ, απ' όπου έμπαινε το νερό από τη μια άκρη, διέτρεχε μια απόσταση καμιά δεκαριά μέτρα και χυνόταν από την άλλη πλευρά στο ρέμα που οδηγούσε στον Ασωπό ποταμό. Από τη μια πλευρά ήταν ο τοίχος όπου άπλωναν οι γυναίκες τα χοντρά ρούχα μόλις πλένονταν για να στραγγίξουν. Και μετά τα κρεμούσαν στα κλαριά των γύρω δέντρων να στεγνώσουν. Γιατί η βρύση ήταν το γενικό πλυσταριό του χωριού. Όλα τα βαριά ρούχα πλένονταν εκεί. Κουβέρτες φλοκάτες, πονόβες, κιλίμια, χαλιά, κουρελούδες, και χοντρά ρούχα ένδυσης. Κι από την άλλη είχε μια πλατιά πεζούλα όπου έτριβαν και κοπανούσαν με τα κοπανέλια τα ρούχα για να καθαρίσει η βρωμιά. 
Η βρύση ήταν το σημείο αναφοράς του χωριού. Βούιζε καθημερινά από φωνές γυναικείες κυρίως, γιατί το πλύσιμο και η προμήθεια νερού ήταν γυναικεία απασχόληση. Οι άντρες δούλευαν στα κτήματα ή στο βουνό. Εκτός από αυτούς που δεν είχαν γυναίκα σαν τον γέρο της ιστορίας μας. Και στην αυτοσχέδια δέστρα, δεμένες αραδαριά οι γαϊδουρίτσες, έδιωχναν τις ανοιξιάτικες μύγες με τις ουρές τους και περίμεναν τις κυράδες τους να τελειώσουν με τα πλυσίματα ή με το γέμισμα των βαρελιών και να τις φορτώσουν για να ανηφορίσουν προς το χωριό.
Ο γέρος ξεκίνησε πρωί να μην τον πιάσει η ζέστη. Χαράματα όπως κάθε μέρα πάχνισε άρμεξε και σκάρισε τα ζωντανά, σαμάρωσε τον γάιδαρο, φόρτωσε μετά τις βαρέλες ζερβόδεξα, τις έδεσε μαεστρικά, τις βουτσέλες από πάνω και έκανε τον κατήφορο για τη βρύση. Προτού ακόμα πάρει την στροφή στα δέντρα, άκουσε το τραγούδι των γυναικών που έπλεναν από τα χαράματα. Μάης μήνας μοσκοβολούσε η άνοιξη με μύριους τρόπους, πανδαισία οσμών και χρωμάτων, χαρά του Θεού. Πήγαινε πεζός με τα ποδάρια τραβώντας το γαϊδούρι του που ακολουθούσε πειθήνια από το καπίστρι. Μέχρι που φάνηκε η βρύση, οι γυναίκες που σκυμμένες έπλεναν και η αυτοσχέδια δέστρα με τις ζωηρές γαϊδουρίτσες. Και τότε ο ψαρής μεγαλόσωμος γάιδαρος, στήλωσε τα γαιδουρινά μάτια του πάνω στην δέστρα, τέντωσε τις αυτάρες του κι αμόλησε τρανό αγκαριχτό...
- Άγκκκκρρρρρρρρ άγκρ άααααααααααααγγγγκκκκκρρρρρρρ, κι έκανε να ξεφύγει απ' τον αφέντη του. Εκείνος μάστορας μεγαλωμένος με ζωντανά, τύλιξε δυό φορές την καπιστράνα στο μπράτσο του την τεζάρησε γερά και με το άλλο χέρι τούριξε τρεις τέσσερις γερές με την μαγκούρα στα παΐδια. Ο γάιδαρος ηρέμησε λιγάκι κι ο γέρος του ψιθύρισε πατρικά στην τεντωμένη αυτάρα...
-Μπάχου ρε περιδρόμ, εδέ ού χήρο γιάμ πα νου μπεν κα τι! 
(Κρατήσου ρε σκασμένο, κι εγώ χήρος είμαι αλλά δεν κάνω σαν κι εσένα!)


Καπετάν Γιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...