Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Η καταιγίδα




     Τα σύννεφα ήρθαν από τα δυτικά και πολύ γρήγορα γέμισαν απ' άκρη σ' άκρη τον ουρανό. Μαύρα, βαριά, απειλητικά. Άστραφτε στο βάθος, ενώ άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα μακρινά μπουμπουνητά. Προκαταιγίδιος άνεμος έφτασε στο χωριό, σηκώνοντας σκόνη και κάνοντας τα φύλλα των δέντρων να ανατριχιάσουν θροϊζοντας ζωηρά. Μυρωδιά βροχής απλώθηκε ξαφνικά παντού. Στεκόμουν μονάχος στην αυλή του σπιτιού μας και κοιτούσα με δέος αυτήν την ξαφνική μεταμόρφωση. Πριν λίγη ώρα ο ουρανός ήταν καταγάλανος και τίποτα δεν έδειχνε πως θα ερχόταν μπόρα. Μα τώρα πάλευαν γύρω στοιχειά. Παρ' ότι δωδεκαετής, κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα λεπτών να αρχίσει η ανοιξιάτικη καταιγίδα. 
Και δεν έπρεπε να χάσω καθόλου καιρό...

      Εκείνα τα χρόνια, κάθε σπίτι στο χωριό κρατούσε λίγα ζωντανά για ιδία χρήση. Έτσι και οι δικοί μου γονείς.  Τα είχαμε σε μια αποθήκη στην πίσω αυλή, αλλά τις καλές ημέρες του χειμώνα και κυρίως την Άνοιξη, η μάνα τα πήγαινε κάθε πρωί να βοσκήσουν χλωρό χορτάρι ''στο μαντρί'' σε ένα κτήμα μας στα ριζά του βουνού, ένα τέταρτο περίπου ποδαρόδρομο από το χωριό. Το λέγαμε μαντρί γιατί εκεί είχαν παλαιότερα οι παππούδες μου τα κοπάδια και τα μαντριά τους. Θαυμάσιο τοπίο!  Έδενε λοιπόν η μάνα την παλαιότερη προβατίνα σε ένα παλούκι και τα υπόλοιπα έβοσκαν ήσυχα τριγύρω όλη την ημέρα. Κάθε απόγευμα όμως, ήταν δική μου ευθύνη να φέρω τα ζωντανά στο χωριό. Δεν ήταν δα και τίποτα δύσκολο. Έβγαζα το παλούκι της αρχηγού από το χώμα και εκείνα γνωρίζοντας τον δρόμο κατηφόριζαν ήσυχα στο χωριό, έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, ξεδιψούσαν στη γούρνα της βρύσης και ύστερα έμπαιναν μόνα τους στην αποθήκη να ξεκουραστούν και να περάσουν τη νύχτα. Την άλλη μέρα τα ίδια. Αλλά η αποκλειστική ευθύνη της επιστροφής τους, βάραινε πάντα εμένα! Γιατί συνήθως οι γονείς μου έλειπαν στα χωράφια και επέστρεφαν αργά -πολλές φορές νύχτα- στο σπίτι. Όπως έλειπαν σήμερα. Και γω δεν έπρεπε να χάσω άλλο καιρό, μα να φέρω τα ζωντανά πίσω πριν ξεσπάσει η μπόρα.

     Βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω δυτικά προς την άκρη του χωριού. Ο αέρας όσο πήγαινε δυνάμωνε και κάποιες νοικοκυρές είχαν βγει να μαζέψουν βιαστικά τα ρούχα από τις απλώστρες και να σφαλίσουν τα παντζούρια που χτυπούσαν από δω κι από κει.  Άκουγα τα τρελά τιτιβίσματα των πουλιών που έτρεχαν να κρυφτούν στις φωλιές τους κι  έβλεπα κάμποσους σκύλους να γαυγίζουν δειλά με κατεβασμένη ουρά, κοιτάζοντας αμήχανα τριγύρω. Ο άνεμος παρέσυρε χαρτιά και σκόνη και τα στροβίλιζε ψηλά. Έτρεχα... 
Φτάνοντας όμως στην άκρη του χωριού, σα να σταμάτησαν ξαφνικά όλα. Και ο άνεμος και η βουή των δέντρων και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Ήταν τα ελάχιστα εκείνα δευτερόλεπτα της σιωπής, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Ο ουρανός είχε μαυρίσει τόσο πολύ και έμοιαζε τόσο βαρύς, που σχεδόν άγγιζε το χώμα. Στάθηκα και απόμεινα να κοιτάζω τριγύρω την ξαφνική και απόκοσμη ησυχία. Το τρομερό σκοτείνιασμα. Σα να ακινητοποιήθηκε ξαφνικά ο χρόνος. Δε σάλευε και δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Μονάχα πολλά χρόνια αργότερα, όταν διάβασα την ''Έγκωμη'' του Σεφέρη και το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβ εκεί ακριβώς που περιγράφει τη γέννηση του Χριστού και όλα γύρω παγώνουν, βρήκα πάλι ένα τόσο ακινητοποιημένο συναίσθημα. Σα  να βρισκόμουν ακριβώς στο σύνορο δύο κόσμων. Πίσω το χωριό. Η ασφάλεια. Μπροστά το μαύρο, το άγνωστο, η καταιγίδα. Μια φωνή μου έλεγε να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου. Η άλλη να συνεχίσω μπροστά. Είχα χρέος και ευθύνη να φέρω τα ζωντανά μας πίσω. Δεν ήθελα να πέσω στα μάτια των γονιών μου. Ήταν δική μου δουλειά αυτή και έπρεπε να γίνει. Είχα μονάχα έναν δρόμο. Μπροστά! Την ίδια στιγμή αραιές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν τριγύρω. Ήταν τόσο χοντρές, που άκουγα την καθεμιά καθώς έπεφτε στο χώμα. Όμως δεν υπήρχε γυρισμός. Άρχισα πάλι να τρέχω μπροστά, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα οι στάλες πύκνωσαν και ξέσπασε η καταιγίδα. Η χειρότερη καταιγίδα που είχα δει στη ζωή μου! Μέχρι σήμερα ακόμη, που περιγράφω αυτό το γεγονός σαράντα χρόνια μετά, δε θυμάμαι να ξανάζησα τέτοια καταιγίδα. Ποτάμια νερού άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, τόσο που μέσα σε δύο λεπτά είχα βραχεί μέχρι το κόκαλο. Συνέχιζα όμως να τρέχω μην έχοντας σχεδόν καθόλου ορατότητα, σα να διέσχιζα με δυσκολία έναν συνεχόμενο και διαρκή καταρράκτη. Την απίστευτη σκοτεινιά, διέκοπταν κάθε τόσο αστραπές και ανατριχιαστικά μπουμπουνητά λες και έτριζε η γη. Ο πρώτος κεραυνός έπεσε λίγα μέτρα μακριά μου, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Τρομοκρατήθηκα αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Δεν περπατούσα πια πάνω στο χώμα, αλλά τσαλαβουτούσα πάνω σε ένα ρηχό ποτάμι, αφού όλα τα νερά που έρχονταν από τις πλαγιές του βουνού είχαν βγει στον χωμάτινο δρόμο. Βρισκόμουν ξαφνικά σε έναν άλλον κόσμο. Όλα τα στοιχεία της φύσης μαίνονταν γύρω μου και γω δεν ήμουν παρά ένα μικρό πουλί παγιδευμένο στην καταιγίδα. Τώρα πια δεν μπορούσα να ξεφύγω. Έπρεπε όμως πάση θυσία να φτάσω στις συκιές. Αυτές ήταν το σύνορο που θα με προσανατόλιζαν. Ήταν δίπλα στον δρόμο και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μονοπάτι που έκανε γωνία ενενήντα μοιρών και οδηγούσε στο κτήμα μας, ακριβώς στα ριζά του βουνού. Οι αστραπές, οι βροντές και οι κεραυνοί άρχισαν να πυκνώνουν.  Μα κάποτε διέκρινα μπροστά τον σκούρο όγκο από τις συκιές. Δεν είχαν ανθίσει ακόμη καλά, αλλά στάθηκα κάτω από μία για να καλυφθώ λίγο από την καταιγίδα και να πάρω μιαν ανάσα. Μάταια. Έτσι κι αλλιώς είχα γίνει μουσκίδι.  Ένας κεραυνός έπεσε πενήντα μέτρα περίπου μακριά. Τρομοκρατήθηκα. Όχι κάτω από δέντρα! Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση είναι να καθίσεις κάτω από δέντρα! Και τόξερα. Έφυγα γρήγορα από κει κι άρχισα να ανηφορίζω το μονοπάτι. Επιστράτευσα και τη παραμικρή σκέψη που θα μπορούσε να με βοηθήσει. Οι κεραυνοί έπεφταν παντού γύρω ακατάπαυστα. Στο μάθημα της φυσικής στο δημοτικό είχαμε μάθει πως το ξύλο είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού. Καθώς προχωρούσα διέκρινα κάτω ένα κομμάτι ξύλο. Ήταν βρεμένο αλλά το πήρα στο χέρι μου. Τώρα πια ξέρω πως ήταν μια ανόητη κίνηση. Αυτό το μικρό κομμάτι βρεμένου ξύλου δεν είχε την παραμικρή δύναμη να με προστατέψει από κανέναν κεραυνό, αλλά τότε έδρασε λυτρωτικά πάνω μου. Κρατώντας το σφιχτά στη μικρή μου χούφτα και πιστεύοντας πως με προστατεύει, άντλησα από μέσα μου τρομερή δύναμη σα να ήμουν κάτω από την ομπρέλα του καλύτερου αλεξικέραυνου. Πλησίασα τόσο, που άκουγα πια τα σπαρακτικά βελάσματα των ζώων που καλούσαν σε βοήθεια. Άρχισα να φωνάζω για να με ακούσουν ώστε να πάρουν και αυτά δύναμη. Μια αστραπή φώτισε το τοπίο. Μέσα στο πράσινο λιβάδι διέκρινα αχνά τα ζωντανά μας.  Έδειχναν τρομοκρατημένα. Η αρχηγός έτρεχε γύρω από το σχοινί της αλλά μη μπορώντας να απελευθερωθεί βέλαζε απεγνωσμένα. Τα υπόλοιπα έτρεχαν κι αυτά ξοπίσω της. Μονάχα ο Τούρκος ακούγοντας τη φωνή μου ξέκοψε λίγο από τα άλλα και στάθηκε βελάζοντας συνεχώς, κοιτάζοντας προς το μέρος μου. Ο Τούρκος ήταν ένα ζυγούρι που είχα δεθεί πολύ μαζί του. Από τότε που ήταν μικρό παίζαμε μεταξύ μας. Παλεύαμε, κυνηγιόμασταν μέσα στα σπαρτά κι ακόμη εκείνο με είχε μυήσει στο αγαπημένο παιχνίδι όλων των μικρών κριαριών. Παίρναμε φόρα και μετά τρέχαμε ο ένας πάνω στον άλλον τάχα να συγκρουστούμε. Την τελευταία όμως στιγμή, εγώ σηκωνόμουν το έπιανα από το μαλλί και προσπαθούσα να το αναποδογυρίσω πάνω στα γρασίδια και τα αγριολούλουδα. Τουλάχιστον παλαιότερα. Γιατί τελευταία ο Τούρκος είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσα να τον κάνω ζάφτι. Τον είχα ονομάσει Τούρκο γιατί ήταν πείσμων και δεν τόβαζε κάτω με τίποτα. Ήθελε συνέχεια να νικά. Όποτε με έβλεπε λοιπόν, έτρεχε πάνω μου να παίξουμε. Σήμερα όμως ήταν όλα διαφορετικά. Τρομοκρατημένος κι αυτός από την καταιγίδα, τα μπουμπουνητά και τους κεραυνούς, ακούγοντας τις φωνές μου ξέκοψε από τα υπόλοιπα κι άρχισε βελάζοντας να με ψάχνει ερχόμενος σιγά σιγά προς το μέρος μου. 
"Τούρκο!'' φώναξα.

     Τότε ακριβώς έγινε μεγαλύτερο το κακό. Βρισκόμουν πια στην πλαγιά του βουνού και ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν απανωτοί κεραυνοί. Ήταν μία κόλαση και γω παγιδευμένος μέσα της. Τώρα πια κινδύνευε η ζωή μου πραγματικά. Και τόξερα. Ήμουν στο έλεος απίστευτων δυνάμεων, εγώ ένα μικρό αδύνατο παιδί δώδεκα μόλις ετών. Έφτανε μια ηλεκτρική εκκένωση από τις τόσες που έπεφταν γύρω για να με απανθρακώσει για πάντα. Βαστώντας ακόμη στο χέρι μου το βρεγμένο ξύλο, βρήκα καταφύγιο στη ρίζα μιας ελιάς. Εκεί ζάρωσα κι ας ήξερα πως ήταν λάθος να βρίσκομαι κάτω από δέντρο. Ήταν η μοναδική στιγμή που σκέφτηκα να εγκαταλείψω. Το σπίτι, η μάνα, ο πατέρας ήταν πρόσωπα πολύ μακρινά πια, που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Σα να μην ανήκα σ' αυτούς τώρα,  αλλά σε δυνάμεις ανώτερες. Βρισκόμουν στο έλεός τους. Ζαρωμένος σε εμβρυακή στάση στη ρίζα της ελιάς με κλειστά μάτια και ενώ γύρω γινόταν χαλασμός, άρχισα να λέω το ''πάτερ ημών''. Ένας εκκωφαντικός κρότος αρκετά κοντά, με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Είδα τον Τούρκο να πέφτει  στο έδαφος και τα υπόλοιπα πρόβατα να σκορπίζουν τριγύρω βελάζοντας. Πέταξα το ξύλο από τα χέρια μου και έτρεξα στο πεσμένο ζώο. Ήταν ακίνητο με ανοιχτά τα μάτια και δε σάλευε. Το έπιασα από το μαλλί και άρχισα να το ταρακουνώ...
''Τούρκο! Τούρκο!'' 
     Το ζυγούρι παρέμενε ακίνητο με τα πόδια τεντωμένα. Το γράπωσα από το μαλλί του στήθους καλύτερα και συνέχισα να το ταρακουνώ με όση δύναμη είχα, ενώ δάκρυα άρχισαν να ρέουν μαζί με τη βροχή στα μάγουλά μου...
''Τούρκο! Σήκω Τούρκο!''
     Ξαφνικά το ζυγούρι σκίρτησε! Πήρε ανάσα, γύρισε λίγο και στάθηκε με διπλωμένα τα πόδια κοιτώντας με απορία τριγύρω σα να μην ήξερε πού βρισκόταν. Το τράβηξα από τα μαλλιά να σηκωθεί μα δεν τα κατάφερα. Ήταν όμως ζωντανό. Το άφησα και έτρεξα στην αρχηγό. Έβγαλα το παλούκι που ήταν δεμένη και εκείνη ελεύθερη πια άρχισε να κατηφορίζει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό τα υπόλοιπα είχαν μαζευτεί πίσω της κι έτρεχαν όλα μαζί προς το χωριό. Επέστρεψα στον Τούρκο που παρέμενε ακόμη ζαλισμένος και του έριξα μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά. Σηκώθηκε. Η δεύτερη κλωτσιά τον συνέφερε για τα καλά. Αφού προσανατολίστηκε επιτέλους, αρχισε να τρέχει βελάζοντας στην κατηφόρα για να προλάβει τα άλλα.
     Όταν μπήκα στο σπίτι είχαν επιστρέψει και οι δικοί μου, αλλά είχαν προλάβει να βγάλουν τα βρεμένα τους ρούχα και να αλλάξουν. Η καταιγίδα και οι βροντές συνέχιζαν. Ο πατέρας έπινε ήσυχος τσάι και η μάνα άναβε το καντήλι κάνοντας μπροστά στις εικόνες τον σταυρό της. Μόλις με είδε έπεσε πάνω μου να με σκουπίσει με πετσέτες και να με αλλάξει. Ποτέ δεν τους είπα τι τράβηξα σ' αυτήν την καταιγίδα. Oύτε με ρώτησαν. Είχα κάνει απλά τη δουλειά μου. Τίποτα περισσότερο...



Γιώργος Πύργαρης

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Η Ψάθα-Μάκη Κυριάκου και καπετάν Γιάννη


Η ''Ψάθα'' είναι ένα προφορικό διήγημα που πήγαινε από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα. Η ιστορία ακουγόταν στα καφενεία των χωριών της Βοιωτίας, από άντρες μερακλήδες. Είναι πολύ πιθανόν να είχε ξεπηδήσει από τις αρβανίτικες κοινωνίες των Βιλίων ή των Ερυθρών (Κριεκουκίου), αλλά κατάφερε να εξαπλωθεί τελικά σε όλη τη Βοιωτία, ίσως και στα περίχωρα των Αθηνών, ιδίως στα μέρη που υπήρχε αρβανίτικο στοιχείο. Τα τελευταία χρόνια όμως -και μιλώ για την τελευταία πενταετία- δύο διαφορετικοί συγγραφείς που δε γνώριζε ο ένας τη δουλειά του άλλου, ο Μάκης Κυριάκου και ο καπετάν Γιάννης απέδωσαν  αυτήν την ιστορία γραπτώς. Ο καθείς με τον τρόπο του, διατηρώντας βέβαια το στέλεχος της προφορικής ιστορίας. 
Είναι πολύ ενδιαφέρον λοιπόν να παρακολουθήσουμε τη γραπτή απόδοση αυτής της παραδοσιακής ιστορίας, από δύο διαφορετικούς συγγραφείς. Θα αρχίσουμε από τον Μάκη Κυριάκου ως μεγαλύτερο σε ηλικία και μετά θα διαβάσουμε πώς την απέδωσε ο καπετάν Γιάννης...



Η ''Ψάθα'' από τον Μάκη Κυριάκου...





Γεράματα και φτώχεια δεν ήταν σίγουρα ό, τι καλύτερο για τον γέρο και τη γριά. Τα γεράματα συνεπήραν και τον γάιδαρο, το τρίτο μέλος της οικογένειας. Χωρίς πολλά κουράγια ο γέρος και ο γάιδαρος πάσχιζαν να φέρουν στο σπίτι τα απαιτούμενα. Αλλά τα χρόνια πολλά και άντε να εξοικονομήσεις τα χρειαζούμενα, να βγάλεις τον χειμώνα πέρα. Λίγο το στάρι, λίγο το λάδι, λίγο και το άχυρο για το γαϊδούρι και ο χειμώνας μπροστά. Και το φθινόπωρο ο γέρος έπαιρνε τον γάιδαρο να φέρει από τα ριζά κανένα φόρτωμα πουρνάρια για τη φωτιά. Ατάιστος ο γάιδαρος όσο φιλότιμο και αν είχε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί  στις προσταγές και τις επικλήσεις του γέρου. Έμεινε και δεν έκανε βήμα. Τι τον παρακάλεσε, τι τον χάιδεψε, τι τον βλαστήμησε ο γέρος, τίποτα ο γάιδαρος. Γαϊδουρινό κεφάλι. Ξεφόρτωσε ο γέρος και γύρισε στο σπίτι πικραμένος. Κάθισε στο πεζούλι, άναψε ένα τσιγάρο. 
''Ως εδώ ήτανε γριά! Δεν πάει άλλο, γέρασε το έρημο...'' λέει και στο μυαλό του μπήκε κακιά ιδέα. Δεν κοιτούσε καθόλου τη γριά.
''... Θα το πάω στη Κιάφα και θα του δώσω μια σπρωξιά να πέσει στο γκρεμό να συχάσει και αυτό και εμείς μέχρι να έρθει η σειρά μας να ψοφήσουμε...''
Έφτυσε το τσιγάρο και ούτε που κοίταξε τη γριά που άκουγε με γουρλωμένα μάτια και δεν πίστευε στ' αυτιά της.
''Θεό δεν έχεις ρε...'' του λέει με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση ''Στο γκρεμό θα ρίξεις το γαϊδούρι; Ποιος μας έφερνε τόσα χρόνια ρε; Ποιος μας τάιζε; Ποιος μας δούλευε ρε; Την ξέχασες την κατοχή; Όλοι μαζί την περάσαμε. Και τώρα σου βαστάει η ψυχή να το σκοτώσεις το ζωντανό; Να μη σε δω στα μάτια μου! Ακούς εκεί θα το σκοτώσω!''
Μπαρούτι η γριά, τσιμουδιά ο γέρος. Ούτε ξαναμίλησαν, ούτε κοιτάχτηκαν όλο το βράδυ. 
Την άλλη μέρα, παίρνει ο γέρος τον γάιδαρο από το καπίστρι και τράβηξε κατά το Γερμενό να δει τις ελιές και να μη βλέπει τη γριά που είχε τουρκέψει από το κακό της. Ούτε καβάλα δεν ανέβηκε. Τον συμπόνεσε τον γάιδαρο μετά τα όσα άκουσε από τη γριά. Σαν έφτασε στο προσήλι, έκατσε άναψε τσιγάρο και κάθισε σε μια πέτρα. Κρατούσε το σχοινί και σκεφτόταν πόσα πέρασαν μαζί. Ιδρώτες, λιοπύρια, κρύα, λάσπες, δυστυχίες, γεράματα. Μόνοι στο τέλος της ζωής και τούφυγε ένα δάκρυ. Καθώς κοιτούσε απέναντι, σηκώθηκε...
''Θα σε πάω πέρα στη Ψάθα που έχει βαρικό και χορτάρι κι όσο θέλεις ζήσε, να μη σε πάρω στο λαιμό μου κακομοίρη!'' μίλησε στον γάιδαρο. 
Τον πήγε, τον άφησε στη Ψάθα, γύρισε στο χωριό κι ούτε απολογήθηκε στη γριά, ούτε ξανάπιασαν κουβέντα. 

Βαρύς ο χειμώνας και η μοναξιά βαρύτερη. Έλειπε βλέπεις ο γάιδαρος από το σπίτι. Ούτε τάισμα, ούτε πότισμα, ούτε γκάρισμα. Η καθημερινή ζωή άλλαξε και η πίκρα και η μοναξιά τους μαράζωνε. Μαλάκωσε όμως ο καιρός και του γέρου η περιέργεια μεγάλωνε. Τι να απόγινε το έρμο το χαϊβάνι; Θα άντεξε το κρύο; Μην τόκοψαν τα τσακάλια; Μαύρη η τύχη του. Έβγαινε ο Απρίλης και ο γέρος δε βαστιόταν. 
''Να μπει η πρωτομαγιά'' λέει στη γριά ''και θα πάω πίσω να δω τις ελιές! Να δούμε, θα έχουν φέτος άνθος;''
Γι' αυτό που τον έτρωγε, ούτε λέξη!
Όταν ήρθε η ώρα σηκώθηκε, πήρε το βουνό. Γέρνοντας στο πίσω μέρος το μάτι του πετούσε εδώ κι εκεί, δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας τη γνώριμη σιλουέτα. Μα και αυτά με  τα χρόνια έχασαν το φως και του έπαιζαν παιχνίδια. 
''Γκαβώθηκαν τα στραβά!'' μονολογούσε και παράδερνε πότε στις αγριελιές, πότε στα σκίνα. Σχεδόν κατρακυλούσε. Έφτασε στη θάλασσα και έσκυψε να βρέξει το κεφάλι του. Ο ήλιος είχε ανέβει και η ζέστη τον έκαψε απέξω. Γιατί από μέσα, άλλη φωτιά. Λαύρα τον έκαιγε η περιέργεια και μια κρυφή επιθυμία να συναντήσει τον φίλο του. Τον σύντροφο της ζωής του. Τον κολλητό στις ανάγκες και τις δυστυχίες. Σκεφτόταν και προχωρούσε. Έφτασε χωρίς να το καταλάβει στη ράχη και ξαφνικά... Άλλο και τούτο! Ετούτο ήταν που δεν περίμενε. Μωρέ καλά τον έθρεψε το γρασίδι, καλά τον έβγαλε τον χειμώνα, αλλά και καβάλα στη γαϊδάρα, αυτό παραείναι!
''Να πάρτα ψοφίμι!'' το μούτζωσε ''κι εγώ πέρναγα το φαρμάκι όλο το χειμώνα!''
Γύρισε να φύγει και κάτω από το μουστάκι του φώλιασε ένα περίεργο χαμόγελο. Στο σπίτι όλος χαρά το και το στη γριά. Περίμενε να χαρεί και αυτή να γελάσει λίγο μα εκείνη δε γέλασε, δε χάρηκε. Τον κοίταξε περίεργα και...
''Αιντε γέρο κάνα μήνα και συ στη Ψάθα και έλα. Δουλειές δεν έχουμε!''
''Μπα τρομάρα σου γριά, σούφυγε και σένα το μυαλό!'' και ξεκαρδίστηκαν...


Μάκης Κυριάκου




Η ''Ψάθα'' από τον καπετάν Γιάννη...





Ο μπάρμπας, ήτανε σκάρτα εξήντα ακόμα, μα την εποχή μετά τον πόλεμο οι άντρες γερνούσαν μετά τα σαράντα. Η έτσι έδειχναν τολάιστο. Μα ακόμα πιο σίγουρα οι νέοι που έβραζε το αίμα τους, τους θεωρούσαν γέρους. Και τους προσφωνούσαν μπαρμπάδες. Κι όχι μόνον από τα γηρατειά που θύμιζε το κυρτωμένο σαν ξερομαχισμένη ντούγα καλούπι τους. Μα κι από σεβασμό προς την ηλικία. Υπήρχε σεβασμός των μικρότερων προς τους μεγαλύτερους κάποτε. Κι ακόμα, μπάρμπα έλεγες τον θείο σου. Ή τον μακρινότερο συγγενή σου.
Ο μπάρμπας λοιπόν, είχε γυρίσει από το σβάρνισμα.Ήτανε τέλια Νοέμβρη κάπου τη δεκαετία του 60. Τούτο το φθινόπωρο ήτανε γλυκό. Είχε κάνει ο Σεπτέμβρης γερά πρωτοβρόχια, είχε μουλιάσει για τα καλά τη γης. Και ύστερα με τις όψιμες ζέστες, η φλούδα της πήρε να στεγνώνει κομμάτι, κι οι ζευγάδες ρίχτηκαν στον κάμπο. Με μουλάρια, με άλογα, με καματερά, εδώ κι εκεί και κάνα τρακτέρ, με ότι είχε ο καθένας τελοσπάντων. Συναγερμός στον κάμπο. Η γης οργώθηκε μαύρισε ο κάμπος κι ύστερα κατά τα τέλη Οκτώβρη, πήρε πάλι μια τρούμπα βροχή και τα ζα ρίχτηκαν στη σπορά. Πιο εύκολα τώρα, ρίχνανε οι σπάρτες με τις ποδιές τον καρπό κι από πίσω το ζευγάρι τα ζα αυλάκωνε τη δουλεμένη από το όργωμα γης, πάνω πάνω την πέτσα ίσα-ίσα να σκεπάζεται ο σπόρος. Και μετά ένα ελαφρύ σβάρνισμα και νέτα.
Ο μπάρμπας είχε τελέψει ότι είχε να κάνει και ήταν έτοιμος για να ξεχειμωνιάσει. Ο καιρός έδειχνε σημάδια βροχής, που είχαν ανάγκη τα σπαρτά τώρα. Ο Κιθαιρώνας είχε ρίξει κατσιούλα ίσα κατά το Πόρτο Γερμανό. Ήτανε σημάδι τρανό. Σε δυο τρείς μέρες η βροχή θάταν εδώ. Ήδη την έσπρωχνε ο Σιρόκος από την Αραπιά. Του τόχε δείξει ο παππούς του το σημάδι της βροχής. Και δεν τον είχε γελάσει ποτές. Ο μπάρμπας χαμογέλασε αχνά καθώς σκέφτηκε τις βροχερές χειμωνιάτικες μέρες. Αραλίκι, καφενείο, τάβλι και δηλωτή με τους συντοπίτες, καλαμπούρι, κι ύστερα στο κονάκι, καλομαγειρεμένο φαί, φρέσκια αψιά μουστιά από το γιοματάρι, και μετά, με γεμάτη την κοιλιά και το κεφάλι, στην παχιά φλοκάτα μπρος στην πυρά του τζακιού, παιχνίδια και βαρελάκια με την κυρά του. Ας τον έλεγαν τα νιάτα μπάρμπα. Κοντά στα εξήντα, αυτός ένοιωθε ακόμα ακμαίος. Κι όπως ήταν και μονάχοι τους, τα παιδιά ξεσκολισμένα και σπουδαγμένα, γύρευαν την τύχη τους στην πρωτεύουσα, θα της θύμιζε τον καιρό που ήταν νιόβγαλτο ζευγαράκι. Γιατί ριγμένος όπως ήταν να μαζέψει τις δουλειές, την είχε παραμελημένη την κακομοίρα.
Ο μπάρμπας πάστρεψε τα ζα του, είχε έναν Καρά νιο άλογο κι έναν γέρικο Ψαρή.Τους έριξε στο παχνί να μασουλάνε μέχρι το πρωί. Πήρε το χερόβολο και τήραξε ψηλά τη στοιβανιά με τις θροφές. Ήτανε μπόλικια, αρκούσε μέχρι να ξαναθερίσει τα καινούργια σανά τον ερχόμενο Μάη. Μα μια σκέψη του τσίμπησε σα βελονιά την καρδιά. Όλη μέρα το σκεφτότανε και πάλι του ξανάρθε. Ο Καράς του ήτανε νιό άλογο κι όλο το ζόρι το τράβηξε φέτος ο Ψαρής. Κι ήταν μεγάλη δοκιμασία για το γέρικο, το σκληρά δουλεμένο ζο. Μα δεν γόγγυξε. Δεν του χρειάστηκε ποτέ το καμουτσίκι. Το φιλότιμο ζο, έριχνε κάτω το κεφάλι, τέντωνε τη λιμαριά και τα λουριά του, γεμάτο πληγές πολλές φορές από την τριβή της λιμαριάς στους ώμους και τραβούσε,τραβούσε ολόισια την αυλακιά.
-Χάιντε Ψαρή μου, απάνω λεβέντη μου, το γέρικο άλογο δε χαλάρωνε αν δεν έκλεινε η σποριά και δεν τελείωνε το χωράφι.
Ο Καράς του, μέχρι την άνοιξη που θα άρχισε να διβολίζει τα χωράφια για την σπορά των οσπρίων, θα ήταν ένα γερό λεβέντικο άλογο, έτοιμο για την πιο σκληρή δοκιμασία. Μα ο Ψαρής, δε θάβγαζε άλλη σεζόν. Τα ποδάρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν και στα ζόρια έβγαζε σωρό αφρούς από το στόμα του. Ο μπάρμπας είχε να σκεφτεί σοβαρά. Τόβλεπε καθαρά. Το γέρικο άλογο έπρεπε να αντικατασταθεί με ένα νεώτερο. Τζάμπα θάτρωγε το σανό και το κριθάρι όλο το χειμώνα. Θαπρεπε να πάρει νέο άλογο τώρα που οι δουλειές είχαν τελειώσει και οι τιμές ήταν πεσμένες. Την άνοιξη θα παίρναν πάλι πάνω. Ότι ήταν να γένει έπρεπε να γένει σύντομα. Μα θ'άκουγε και τη γνώμη της γυναικός του. Δεν έπαιρνε ποτέ απόφαση προτού ακούσει τη γνώμη της.
Ο σοφράς ήτανε στρωμένος μπροστά στο τζάκι, κι απάνω είχε όλα τα καλά του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ζεστή φασολάδα από ντόπια βραστερά φασόλια, κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα, ελιές θρούμπες , προπύρα με ζεστό βαρύ κίτρινο ψωμί, τουρσιά με μπόλικο ελαιόλαδο, γεμάτη η καράφα με το κρασί, και μια μυρωδιά από ψημένο σιμιγδάλι και κανέλα καραδοκούσε από τον μπουφέ της κουζίνας. Φρέσκο γλυκό. Ήτανε χρυσοχέρα η γυναίκα του. Και τού κανε μύριες περιποιήσεις σαν γυρνούσε κομμένος απ τη δουλειά.
-Πως τα πήγες νοικοκύρη σήμερα; Τέλεψες πια; Ήρθε ο καιρός να ξεκουραστείς κι εσύ;
-Όλα καλά γυναίκα. Και του Θεού τ'αρέσει. Οργωμένα, σπαρμένα σβαρνισμένα, όλα έτοιμα.
-Μα κάτι σε τρώγει εσένα, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Τον ήξερε. Ο μπάρμπας μπήκε αμέσως στο θέμα. Ήθελε να μοιραστεί τη στενοχώρια του με τη σύντροφό του. Να της πει την απόφασή του και ν'ακούσει τη γνώμη της.
-Να, είναι που θα πρέπει να δώσω στους κατσίβελους τον Ψαρή. Ότι είχε να δώσει μας τόδωσε. Φιλότιμο ζο και με το περιπλέον δε λέω. Μα δεν μπορώ να το ταΐζω βερεσέ. Αυτό δεν πρόκειται να ξαναμπεί στο ζευγάρι. Και θα μου σακατέψει και το άλλο μάλιστα.
-Στους κατσίβελους; Το σκέφτηκες καλά νοικοκύρη μου; Αυτοί θα το ζέψουνε νηστικό στα παλιάμαξά τους, θα το καμτσικώσουν μέχρι θανατά κι όταν πέσει χάμω θα το δώσουν στο τσίρκο ταγή στα θερία. Δεν έχεις Θεό κακομοίρη;
-Αν το δώσω στους κατσίβελους, ξέρω πολύ καλά την κατάληξή του, γι΄αυτό στεναχωριέμαι. Μα δεν μπορώ και να το ταΐζω βερεσέ. Θα πάρω άλλο ζο. Και οι θροφές δε φτάνουν για τρία.
-Το ζο αυτό, τόχουμε είκοσι χρόνια στη δούλεψή μας. Μας έζησε. Μας ανάστησε και μας σπούδασε τα παιδιά και τώρα...,κι η γυναίκα σκούπισε ένα χοντρό δάκρυ που κύλισε απ' τα μάτια της. Ο μπάρμπας αναρίγησε. Τρικύμισαν τα χείλη του και τούρθαν δάκρυα, μα θυμήθηκε ότι οι άνδρες δεν πρέπει να κλαίνε, τολάιστο μπροστά στις γυναίκες και κρατήθηκε.
-Δεν έχω άλλη επιλογή.
-Έχεις. Κι η γυναίκα τίναξε πίσω το κεφάλι της με την σκέψη που της κατέβηκε.
-Έχω; Ο μπάρμπας την κοίταξε κρεμασμένος από τα χείλη της.Τι έχω;
-Έχουμε κείνο το χτηματάκι με τις ελιές στο προσηλιακό πίσω στην Ψάθα δεν έχουμε; Ο μπάρμπας έξυσε την κεφάλα του. Η γυναίκα συνέχισε...
-Εκεί, δίπλα στη θάλασσα σπαρτά δεν έχει. Κανα χτήμα με λιόδεντρα μοναχά και καλαμιώνες. Θα το πας να το αμολήσεις εκεί κι όσο ζήσει. Εκεί ο χειμώνας είναι μαλακός, ζημιά δεν έχει που να κάνει, θα τρώει χλωρά καλάμια, θα πίνει απ' την πηγή που κατεβαίνει απ το βουνό κι όσο ζήσει βρε αδερφέ. Να πεθάνει ήρεμο. Απο γεράματα. Όχι από την πείνα κι από το καμουτσίκι του κατσίβελου. Κι ούτε να το φάνε τα θερία.
Ο μπάρμπας κοίταξε τρυφερά την σύντροφό του. Την είχε πάρει μικρή δεκαοχτάχρονη κι αυτός τριαντάρης. Ήταν όμορφη κι ακόμα τώρα. Κι είχε και γρήγορη σκέψη.
-Αύριο το ταχύ είπε, και γλάρωσε στη φλοκάτα.

..............................................................

Ο χειμώνας πέρασε βαρύς, με χιόνια μπόλικα και ξύλα στο τζάκι. Το αντρόγυνο καθόταν στη φωτιά και κουβέντιαζε για όλα. Για την καινούργια χρονιά που μπήκε, για τα παιδιά τους που δεν έλεγαν να νοικοκυρευτούν, για τα γεννήματα που θέριευαν μέρα τη μέρα, έπιαναν πάντα στην κουβέντα και το γέρικο άλογο.
-Τι λες νοικοκύρη; Θα τον έχει βγάλει το χειμώνα το κακόμοιρο;
-Ένας γείτονας που είχε κατέβει στην Ψάθα πριν απ τις γιορτές, μούπε πως το είδε. Αδύνατο κακομοιριασμένο μα ζούσε.
-Τι μου λες νοικοκύρη; Να κι ένα καλό νέο.
-Τον άλλο μήνα θα κατέβω να ιδώ τα λιόδεντρα μπας μας τα χάλασε ο περασμένος πάγος. Δεν πιστεύω να τάχει καταφερει με τις τελευταίες χιονιές,αλλά πάλι ποιός ξέρει;
Κι ο μπάρμπας, αρχάς Μαρτίου, σαμάρωσε τον Καρά και ροβόλησε κατά τη Ψάθα.
-Κι αν δε ζει, τήρα να ψάξεις να βρεις το κουφάρι και να το σκεπάσεις με χώμα, του φώναξε η γυναίκα απ την πεζούλα. Να μην το φάει ο τσάκαλος.
-Έννοια σου...


Πήρε να βραδιάζει και τα πέταλα του Καρά αντήχησαν στον μαχαλά. Η γυναίκα παράτησε το πλέξιμο και χύθηκε να τον υποδεχτεί.Το πρόσωπό του έλαμπε κι η γυναίκα στάθηκε ν' ακούσει τα νέα. Δεν ρώτησε για τα λιόδεντρα...
--Το άλογο; Ζει;
-Τι να σου πω μωρέ γυναίκα.Ζει; Μόνο ζει; Εκεί στην Ψάθα η βλάστηση είναι τριπλάσια από δω. Δεν ακούμπησε ο πάγος. Και τώρα είχε έναν καιρό θαυμάσιο και ο Ψαρής, που έχει φάει καλά κι έχει δυναμώσει, όχι μόνο ζει, μα είχε καβαλικέψει μια γλιτωμένη φοράδα και την πήδαγε κατά καπνού.
-Αυτό κι αν ήταν καλό νέο που μου είπες μωρέ νοικοκύρη, είπε ολόχαρη η γυναίκα. Ώστε πήδαγε κάργα ο Ψαρής;
-Φόρτσα!
-Βρε νοικοκύρη; Δεν πας κι εσύ να μείνεις κάνα δυο τρεις μήνες στη Ψάθα;
Και το αγαπημένο αντρόγυνο, αγκαλιασμένο και σκασμένο στα γέλια τράβηξε για το κονάκι του.


Καπετάν Γιάννης

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Τ' γκρίχετ φάρε; (Σου σηκώνεται καθόλου;) - Παναγιώτης Θεοδώρου





Στην προφορική λογοτεχνία των καφενείων, δε θα μπορούσαν να λείψουν και οι αρβανίτικες πινελιές. Χιουμορίστες οι αρβανίτες, είρωνες στην υπερβολή, αλλά και αυτοσαρκαστικοί, έχουν γεννήσει μια ολόκληρη προφορική λογοτεχνία που πάει από γενιά σε γενιά. Ένα μέρος αυτής της λογοτεχνίας, είναι και τα ακαριαία ανέκδοτα. Σήμερα θα δημοσιεύσουμε ένα που μας έστειλε ο Παναγιώτης Θεοδώρου από τον Άγιο Θωμά...


- Γατσ τ'γκρίχετ φάρε? (Γιώργη σου σηκώνεται καθόλου;)
-Ρε Κολιό γιε φάρε μιρ? Κίο νούκου τούντετ, τι μ' θούαϊ πο γκρίχετ; 
(Ρε Νίκο εισαι καθολου καλα? Ετούτη δεν κουνιέται και εσύ λες αν σηκώνεται?)
-Πο στούντετ εδέ σγκρίχετ, πρέε εδέ ριβίε.Τσι ε ντο; 
(Άμα δεν κουνιέται και δε σηκώνεται κόφτη και πέτα τη. Τι τη θέλεις;)
-Λιέε τ' γκίτετ ατιέ, τ' ντούκεμ τσι γιαμ μπουρ.
(Άστη να βρίσκεται εκεί, να φαίνεται ότι είμαι άντρας) 
-Στέρ νι φέντ τ' φόρτ τ' τρ'μπετ, π'ρ τ' σγκιόνετ
(Ρίξε μια δυνατή πορδή να φοβηθεί να ξυπνήσει)
-Λιέε ατιέ τ'φλιέ, ψε πο ντο τρ'μπετ, ντο π'ρ'μίρετ ν'μαλλ γκα φρίκα!!
(Αστην εκεί να κοιμάται γιατί άμα φοβηθεί και ξυπνήσει θα κατουρηθεί πάνω της από τον φόβο!!)

Παναγιώτης Θεοδώρου

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Tα άλογα του Χαρλά-Πύργαρης




Λίγο πριν εμφανιστούν οι πατόζες, ο αλωνισμός γινόταν με τα ντουγένια. Ένα μικρό αλώνι, ένας πάσσαλος στη μέση και τα άλογα να τρέχουν γύρω τριγύρω, ποδοπατώντας τα θερισμένα στάχια, για να χωρίσουν τον καρπό από το σανό. Μετά ακολουθούσε το λίχνισμα. Περιζήτητα τα άλογα εκείνη την εποχή. Δεν είχαν όλοι. Και κείνοι που δεν είχαν, έπρεπε να περιμένουν να τελειώσουν οι πρώτοι, για να πάρουν έπειτα τα άλογα να αλωνίσουν τα δικά τους. Και όλα τούτα, με τον  κίνδυνο μιας ξαφνικής καλοκαιρινής νεροποντής, μιας μπόρας που θα μπορούσε να χαλάσει την πολύτιμη σοδειά.
Ένας απ’ αυτούς που δεν είχαν άλογα, ήταν κι ο Ντερβίσης. Πονηρός άνθρωπος. Μπροστά, πάντα με το χαμόγελο και με τις υποκλίσεις, μα στο πίσω μέρος του μυαλού, άλλα δούλευε. Το μόνο που κοίταζε, ήταν πώς να σου την φέρει.

Τη χρονιά που συνέβη το περιστατικό που θα σας διηγηθώ, ο Ντερβίσης δεν τόχε σκοπό να περιμένει. Αποφάσισε να κάνει την δουλειά του γρήγορα. Με το στανιό. Κι ας μην είχε δικό του άλογο. Κατέστρωσε από νωρίς το σχέδιό του. Φρόντισε να σηκώσει τη θημωνιά του λίγο μακρύτερα απ’ το χωριό, ώστε να μην ακούγονται από κει, φωνές και σούρτα φέρτα.
Μια νύχτα λοιπόν στις αρχές του αλωνισμού, πάνω στη φούρια τη μεγάλη, δεν κοιμήθηκε. Περίμενε κι όταν έπεσε για τα καλά το σκοτάδι σηκώθηκε, αλαφροπάτητος διέσχισε τα σοκάκια του χωριού και βρέθηκε σε ένα ήσυχο οικόπεδο που ο νοικοκύρης Χαρλάς, άφηνε τα δυο του άλογα να ξεκουραστούν από τον κάματο της ημέρας. Εκεί ο Ντερβίσης σταμάτησε. Έσκυψε σε μιαν άκρη να ελέγξει. Απόλυτη ησυχία. Μόνο τριζόνια έσπαζαν την ησυχία της νύχτας. Που και που ακουγόταν η φωνή κάποιας κουκουβάγιας. Αφού σιγουρεύτηκε πως τριγύρω δεν είναι κανείς, ο Ντερβίσης σηκώθηκε και άρχισε να πλησιάζει τα άλογα. Ένα από αυτά χρεμέτισε ανήσυχο μόλις τον είδε, μα εκείνος το καθησύχασε, χαϊδεύοντάς το. Έπειτα έβγαλε τους πασσάλους που ήταν δεμένα και τα πήρε. Τα οδήγησε γοργά στη θημωνιά του. Εκεί τα έζεψε και άρχισε το αλώνισμα. Όλη τη νύχτα τα άλογα έτρεχαν γύρω από το ντουγένι, κάτω από το μαστίγιο και τις φωνές του Ντερβίση. Τα ξεθέωσε. Λίγο πριν ξημερώσει όμως, τα πήρε και τα άφησε στη θέση τους.
Τα καημένα, δεν πρόλαβαν καν να ξεκουραστούν. Μία ώρα αργότερα, ήρθε ο Χαρλάς. Τα βρήκε λίγο ιδρωμένα, μα δεν έδωσε σημασία. «Από την ζέστη της νύχτας» σκέφτηκε και τα οδήγησε στο αλώνι. Εκεί τα έζεψε και άρχισε τις φωνές… «Τροχάδην!» «Τροχάδην!» «Άπλον! Άπλον!» «Τροχάδην!»
Μα κάτι δε πήγαινε καλά. Τα άλογα δεν είχαν την όρεξη και τη δύναμη που είχαν άλλες μέρες. Τα γνώριζε καλά τα άλογά του ο Χαρλάς. Και τ’ αγαπούσε. Ήξερε πότε έπρεπε να τα βιάσει στη δουλειά και πότε να τα ξεκουράσει. Και τα μοσχοτάιζε. Αλλά σήμερα κάτι δε πήγαινε καλά. Κάποια στιγμή σταμάτησε και πήγε κοντά τους.
«Εί έι Ψαρή! Ε Μαύρε! Τι έχετε μωρέ; Τι πάθατε σήμερα;»
Άρχισε να χαϊδεύει τα μέτωπα και τα πόδια τους.
«Τι πάθατε λεβέντες μου; Άντε λίγες μέρες μείνανε ακόμα μωρέ… μετά θα ξεκουραστείτε!»
Καθώς τα κανάκευε, διέκρινε ένα ελαφρύ τρέμουλο στα πόδια του Ψαρή.
«Ρε μπας κι αρρώστησε;»
Πήγε εκεί που φύλαγε το ταγάρι με το προσφάι, πήρε ένα μπουκάλι λάδι κι άρχισε να τρίβει τα πόδια του Ψαρή…
«Ελα μωρέ Ψαρή…έλα λεβέντη μου…»
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε η μέρα. Ο Χαρλάς το σούρουπο τα πήγε στο οικόπεδό του, τα άλειψε ξανά με λάδι και φρόντισε να τους δώσει περίσσια μερίδα φαγητού.
Τα μεσάνυχτα όμως φάνηκε πάλι ο Ντερβίσης. Τα πήρε και τα πήγε ξανά στη θημωνιά του. Αυτή τη φορά τα ξεθέωσε κυριολεκτικά και λίγο πριν ξημερώσει, τα επέστρεψε ευχαριστημένος στη θέση τους. Άλλη μια μέρα και θα τελείωνε. Τις νύχτες αλώνιζε, την ημέρα λίχνιζε. Δεν ήταν δα και μεγάλη η θημωνιά του. Όχι, θα περίμενε σα βλάκας, να τελειώσουν πρώτα οι νοικοκυραίοι!
Το πρωί, όταν ο Χαρλάς ξύπνησε και πήγε στα άλογα, τα βρήκε σε κακό χάλι. Δεν μπορούσαν καλά καλά να περπατήσουν. Δεν μπορούσαν καλά καλά να σταθούν όρθια. Στην αρχή σκέφτηκε να φωνάξει γιατρό, μα είδε ξαφνικά στα καπούλια του Μαύρου μια μικρή αμυχή από καμτσίκι. Άλλο και τούτο! Εκείνος δε χρησιμοποιούσε ποτέ καμτσίκι στα άλογά του. Υποπτεύθηκε ο Χαρλάς. Εκείνη την ημέρα δεν αλώνισε. Τα πήγε όμως στο αλώνι, για να μην κινήσει υποψίες. Εκεί τα άφησε να ξεκουραστούν. Το απόγευμα τα έφερε ξανά στο οικόπεδο.
Τα μεσάνυχτα φάνηκε σα φάντασμα, ξανά ο Ντερβίσης. Μα καθώς πλησίαζε τα άλογα, ένιωσε μια χερούκλα να τον γραπώνει από τον σβέρκο.
«Ώστε εσύ είσαι ρε κάθαρμα;»
Ο Ντερβίσης ήταν μισή μερίδα μπροστά στον Χαρλά. Άρχισε τις τσιριμόνιες και τα παρακάλια, μα ο άλλος δεν άκουγε. Είχε πάρει την απόφασή του. Έδεσε τον Ντερβίση με μια τριχιά στο λαιμό και τον κρατούσε συνέχεια από το χέρι σαν αρκούδα. Μετά έστειλε και φώναξαν τον τελάλη, που σε λίγο η φωνή του ακούστηκε βροντερή και μπάσα στα σοκάκια του χωριού.
«Όλοι οι χωριανοί να έρθουν στη θημωνιά του Χαρλά, να θαυμάξουν το καινούριο του άλογοοοοο….»

Κόσμος άρχισε να μαζεύεται από παντού στη θημωνιά του Χαρλά. Κι αυτό που είδαν, δεν το είχε ματαδεί ανθρώπου μάτι. Ο Ντερβίσης σχεδόν γυμνός, μονάχα με το σώβρακο, δεμένος στο ντουγένι, τσαλαβουτώντας ξυπόλητος πάνω στα κίτρινα στάχια. Είχε περασμένη στο λαιμό του μια λαιμαριά και έτρεχε προσπαθώντας να αποφύγει το καμτσίκι του Χαρλά, που κάθε τόσο έπεφτε αλύπητο πάνω του.
«Χέι τεμπέλαρε! Τρέξε…τρέξε νερόβραστη πατάτα!»
Ο Ντερβίσης έτρεχε, σκόνταφτε έπεφτε πάνω στα στάχια και ξανασηκωνόταν, έκλαιγε παρακαλώντας να τον αφήσει, μέσα στα χάχανα και τις κοροϊδίες των χωριανών, που όταν έμαθαν τι είχε συμβεί, θεώρησαν δίκαιη την τιμωρία και πήραν όλοι το μέρος του Χαρλά. Καλά του έκανε!
Τον κράτησε ώρα εκεί. Ώσπου ο Ντερβίσης έπεσε σχεδόν λιπόθυμος. Μόνο τότε τον άφησε. Τον πλησίασε, τον ελευθέρωσε από τη λαιμαριά και δίνοντάς του μια γερή κλωτσιά στα πισινά, τον πέταξε έξω από τ’ αλώνι.
«Αυτό κερατά, για να μάθεις τι τραβάνε τα έρμα τα ζωντανά! Φτου σου κερατά, να μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Άτιμε!»


Γιώργος Πύργαρης

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Ο γέρος και ο γάϊδαρος-καπετάν Γιάννης






Ο γέρος είχε το κονάκι του στα ριζά του Κιθαιρώνα. Δεν ήταν πολύ μεγάλος στην ηλικία. Εξήντα και κάτι μα οι άνθρωποι στα μάτια των παιδιών φάνταζαν γέροι τότε. Βέβαια δεν περιποιούνταν τους εαυτούς τους όπως οι σημερινοί άνθρωποι. Κουρεύονταν δυο φορές τον χρόνο για να μην κάνουν περιττά έξοδα. Ξυρίζονταν και πλένονταν κάθε Σάββατο για να πάνε την Κυριακή στη λειτουργιά και φορούσαν χοντρόρουχα κατάλληλα για τις αγροτικές και τις κτηνοτροφικές δουλειές που καταπιάνονταν οι άνθρωποι στα χωριά.

Πολύ δε περισσότερο ο γέρος της ιστορίας μας, που ήταν χηρευάμενος καμιά δεκαριά χρόνια. Η κυρά του είχε πεθάνει από το παλιομπάρκου. Ακριβολογώντας αρρώστια της κοιλιάς, αλλά ιατρικά ήταν η γνωστή περιτονίτις αποτέλεσμα σπασμένης σκωληκοειδούς απόφυσης, γιατί οι άνθρωποι τότε δεν πήγαιναν εύκολα σε γιατρό. Πόναγε η κοιλιά επί ημέρες, ζέσταιναν ένα κεραμίδι στον φούρνο το έβαζαν στην κοιλιά η ερεθισμένη απόφυση έσκαγε μολύνοντας το περιτόνιο και οι άνθρωποι πέθαιναν με φρικτούς πόνους.
Κι ο γέρος απόμεινε μονάχος στο κονάκι τους. Δεν προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Άλλωστε, ποια θάπαιρνε έναν ξερομαχισμένο ταλαίπωρο άνθρωπο; Τα κορίτσια του είχαν παντρευτεί στην πρωτεύουσα κι έρχονταν Πάσχα και Χριστούγεννα. Έτσι ο γέρος, απόμεινε με τα πουλερικά του, τα μαναράκια του, καμιά εικοσαριά γιδοπρόβατα, κάνα δυο γουρουνάκια και τον Ψαρή, τον Κυπραίικο γάιδαρό του.
Το χωριό δεν είχε υδροδότηση. Κι έτσι, όλοι οι κάτοικοι, προμηθεύονταν νερό από τη βρύση με το πηγαίο νερό κάτω στα χαμηλώματα στα βαρικά. Γιά την λάντζα των σπιτιών, για τα ζωντανά και για να πιουν οι ίδιοι. Είχαν όλοι ξύλινες βαρέλες, τις φόρτωναν ζερβόδεξα στα γαϊδούρια, και μικρότερες που τις έλεγαν βουτσέλες για το πόσιμο νερό. Η βρύση που ήταν χτισμένη σε ένα πλάτωμα κατάισκιο από λεύκες και ιτιές που την έκρυβαν από τον κεντρικό δρόμο. Ήταν ένα αριστοτεχνικά σχεδιασμένο οικοδόμημα. Φτιαγμένη με πελεκητή πέτρα, είχε έναν τσιμεντένιο αύλακα αρκετά βαθύ και φαρδύ, απ' όπου έμπαινε το νερό από τη μια άκρη, διέτρεχε μια απόσταση καμιά δεκαριά μέτρα και χυνόταν από την άλλη πλευρά στο ρέμα που οδηγούσε στον Ασωπό ποταμό. Από τη μια πλευρά ήταν ο τοίχος όπου άπλωναν οι γυναίκες τα χοντρά ρούχα μόλις πλένονταν για να στραγγίξουν. Και μετά τα κρεμούσαν στα κλαριά των γύρω δέντρων να στεγνώσουν. Γιατί η βρύση ήταν το γενικό πλυσταριό του χωριού. Όλα τα βαριά ρούχα πλένονταν εκεί. Κουβέρτες φλοκάτες, πονόβες, κιλίμια, χαλιά, κουρελούδες, και χοντρά ρούχα ένδυσης. Κι από την άλλη είχε μια πλατιά πεζούλα όπου έτριβαν και κοπανούσαν με τα κοπανέλια τα ρούχα για να καθαρίσει η βρωμιά. 
Η βρύση ήταν το σημείο αναφοράς του χωριού. Βούιζε καθημερινά από φωνές γυναικείες κυρίως, γιατί το πλύσιμο και η προμήθεια νερού ήταν γυναικεία απασχόληση. Οι άντρες δούλευαν στα κτήματα ή στο βουνό. Εκτός από αυτούς που δεν είχαν γυναίκα σαν τον γέρο της ιστορίας μας. Και στην αυτοσχέδια δέστρα, δεμένες αραδαριά οι γαϊδουρίτσες, έδιωχναν τις ανοιξιάτικες μύγες με τις ουρές τους και περίμεναν τις κυράδες τους να τελειώσουν με τα πλυσίματα ή με το γέμισμα των βαρελιών και να τις φορτώσουν για να ανηφορίσουν προς το χωριό.
Ο γέρος ξεκίνησε πρωί να μην τον πιάσει η ζέστη. Χαράματα όπως κάθε μέρα πάχνισε άρμεξε και σκάρισε τα ζωντανά, σαμάρωσε τον γάιδαρο, φόρτωσε μετά τις βαρέλες ζερβόδεξα, τις έδεσε μαεστρικά, τις βουτσέλες από πάνω και έκανε τον κατήφορο για τη βρύση. Προτού ακόμα πάρει την στροφή στα δέντρα, άκουσε το τραγούδι των γυναικών που έπλεναν από τα χαράματα. Μάης μήνας μοσκοβολούσε η άνοιξη με μύριους τρόπους, πανδαισία οσμών και χρωμάτων, χαρά του Θεού. Πήγαινε πεζός με τα ποδάρια τραβώντας το γαϊδούρι του που ακολουθούσε πειθήνια από το καπίστρι. Μέχρι που φάνηκε η βρύση, οι γυναίκες που σκυμμένες έπλεναν και η αυτοσχέδια δέστρα με τις ζωηρές γαϊδουρίτσες. Και τότε ο ψαρής μεγαλόσωμος γάιδαρος, στήλωσε τα γαιδουρινά μάτια του πάνω στην δέστρα, τέντωσε τις αυτάρες του κι αμόλησε τρανό αγκαριχτό...
- Άγκκκκρρρρρρρρ άγκρ άααααααααααααγγγγκκκκκρρρρρρρ, κι έκανε να ξεφύγει απ' τον αφέντη του. Εκείνος μάστορας μεγαλωμένος με ζωντανά, τύλιξε δυό φορές την καπιστράνα στο μπράτσο του την τεζάρησε γερά και με το άλλο χέρι τούριξε τρεις τέσσερις γερές με την μαγκούρα στα παΐδια. Ο γάιδαρος ηρέμησε λιγάκι κι ο γέρος του ψιθύρισε πατρικά στην τεντωμένη αυτάρα...
-Μπάχου ρε περιδρόμ, εδέ ού χήρο γιάμ πα νου μπεν κα τι! 
(Κρατήσου ρε σκασμένο, κι εγώ χήρος είμαι αλλά δεν κάνω σαν κι εσένα!)


Καπετάν Γιάννης

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Το κονάκι-Μάκη Κυριάκου




Τα μαθητικά χρόνια καθενός, έχουν αφήσει στη μνήμη του στιγμές που με τον καιρό χάνονται σκεπασμένες από τη σκόνη της λησμοσύνης που δημιουργεί ο αγώνας για την καθημερινότητα και η βιοπάλη. Όμως μια απρόβλεπτη συνάντηση σκαλίζει τη στάχτη και ξαφνικά οι αναμνήσεις ξεπηδούν και ο νους μας γλυκαίνει και ζωγραφίζεται ξανά το χαμόγελο το αγνό, το παιδικό που χαρακτήριζε τα άδολα χρόνια της νιότης. 

Είναι η εποχή του τρύγου και στην καντίνα της εθνικής συνάντησα τον Γιάννη τον Ζαζιόπουλο. Ένα μπουλούκι από μαθητούδια, αγόρια και κορίτσια βλαχόπουλα ήταν συμμαθητές και φίλοι στα χρόνια μετά το πενήντα. Σαρακατσάνοι στη φυλή, έρχονταν πάντα να γραφτούν στις τάξεις καθυστερημένα, αφού στον τόπο μας κατέβαιναν μαζί με τους γονείς και τα κοπάδια για να ξεχειμάσουν από τα μέρη της ορεινής Θεσσαλίας. Έρχονταν τα κοπάδια με το τρένο. Συρμοί ολόκληροι με πρόβατα, σκυλιά, μουλάρια και άλογα. Εφτά οικογένειες κι ένα σωρό παιδιά. Τα παρατημένα κονάκια ζωντάνευαν και ο τόπος γέμιζε φωνές και βελάσματα, γέλια και κλάματα παιδιών. Ένα μελισσοβουητό κι ένα ατέλειωτο σύρε κι έλα, ξύπναγαν τον τόπο απ' τον καλοκαιρινό του ύπνο. Το νοικοκύρεμα απαιτούσε πολύ δουλειά. Έπρεπε να καθαριστούν τα καλύβια και ο γύρω χώρος, να συντηρηθούν τα μαντριά, να επισκευαστούν όλα τα χρειαζούμενα, οι φούρνοι, τα κοτέτσια και πρώτα τα κονάκια, τα σκονισμένα από το καλοκαίρι και την εξάμηνη εγκατάλειψη. Αυτό ήταν μέριμνα των γυναικών. Το πρόβλημά τους μεγάλο. Καλός ο τόπος για χειμαδιό μα το νερό μακριά. Ένα καραβάνι από άλογα ξεκινούσε χαράματα για τις βρύσες, τρία χιλιόμετρα μακριά. Στα άλογα φορτωμένα δοχεία μεγάλα που χρησιμοποιούσαν για το γάλα. Είχαν ιδιαίτερη κατασκευή, που ήταν χρηστική για την φόρτωση και μεταφορά με τα ζώα, αφού η μια πλευρά τους ήταν κοίλη και η άλλη επίπεδη για να ακουμπάνε στο σαμάρι του ζώου. Δυο τρεις γυναίκες συνόδευαν τα άλογα που όταν έφταναν στη βρύση, ποτίζονταν και βοσκούσαν στο βαρικό, ώσπου ένα ένα να γεμιστούν τα δοχεία χωρίς να ξεφορτωθούν ζυγώνοντας στη βρύση. Μετά έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής. 
Άλλο καραβάνι με άλογα που τα ακολουθούσαν άντρες και γυναίκες γύριζε κι αυτό πριν ακόμα σφίξει η φθινοπωρινή ζέστη, από το ρέμα της λιοφάτεζας φορτωμένο με ψιλοκάλαμο που ήταν απαραίτητο για το σιάξιμο των καλυβιών και των μαντριών. Όλα θα γίνονταν όπως έπρεπε για το ξεχείμασμα. Και τα παιδιά έπρεπε να μάθουν γράμματα. Οχτώ χιλιόμετρα μακριά το σχολείο μέχρι τα Δρίτσα. Φροντισμένα και περιποιημένα, έρχονταν χαρούμενα μετά από τόσο δρόμο να συναντήσουν στο σχολείο τα αρβανιτόπουλα τους φίλους από τα προηγούμενα χρόνια και σαν τελείωνε το μάθημα έπαιρναν το κολατσιό στη μεγάλη βελανιδιά και ξεκινούσαν για τον δίωρο γυρισμό. 
Σύντομα ερχόταν ο χειμώνας και τα πράγματα γίνονταν δύσκολα για τους μικρούς μαθητές. Οι βροχές λάσπωναν τους δρόμους που καταντούσαν ένα μαρτύριο για τους πεζοπόρους. Έτσι, γεμάτοι λάκκους με νερά, λάσπη ζυμωμένη από τα ζώα και τα κάρα. Τα παπουτσάκια των παιδιών γίνονταν ασήκωτα και οι μάλλινες κάλτσες μουσκεύονταν ως τα γόνατα από τα χορτάρια στα χαντάκια. Σαν έφταναν στο σχολείο έβγαζαν τα βρεγμένα και τα γυμνά πόδια ήταν κατακόκκινα από το κρύο. Πώς να ζεσταθούν σε ένα σχολείο δίχως θέρμανση; Όπου οι εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες ήταν ίδιες; Όμως όλα αυτά τα παιδιά ήταν καλοί μαθητές και όλα πρόκοψαν. Πτυχιούχοι επιστήμονες, καλοί επαγγελματίες, άλλαξαν τη νομαδική ζωή με τη σύγχρονη. Καλώς ή κακώς δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Νοσταλγούμε το παρελθόν, αλλά πασχίζουμε για το παρόν και το μέλλον. 

Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε ξαφνικά με τον Γιάννη και αφού ήπιαμε τον καφέ μας με κάλεσε κοντά στο στέκι που έφτιαξε μόνος του. Για το μεράκι του και για φίλους μόνο. Ένα καλύβι παραδοσιακό Σαρακατσανέϊκο πρόβαλε ξαφνικά μέσα από τα πεύκα. Όμορφο, καθαρό στολίδι του χώρου σαν πέτρα χρωματιστή σε ασημικό. Τα πεύκα καμάρωναν για το κονάκι και το κονάκι για τα πεύκα που το τριγύριζαν. Ένα κομμάτι ζωντανό μιας παλιάς ζωής, ένας χώρος να σου ξυπνάει τόσες θύμησες. 'Ανοιξε η πόρτα και όλα με συνεπήραν. Πήγα πίσω, πολύ πίσω. Πενήντα χρόνια και... Ό,τι παλιό, ό,τι δικό τους, ό,τι ξεχασμένο ήταν εκεί, βαλμένο στη θέση του, απλά, διακριτικά, σε απόλυτη αρμονία με αυτό το σχετικά μικρό για τόσα πράγματα χώρο. Το άνοιγμα της πόρτας συνόδεψε μια μελωδία από μια αρμαθιά από κουδούνια και κυπριά, τσοκάνια, μπιπίκες. Όλα τα μεγέθη των κουδουνιών και των γιδοκούδουνων έστελναν αυτήν την μελωδία που σε πήγαινε πάνω στα βουνά, στις βοσκές, στα αντιλαλίσματα. Πώς να συμμαζέψεις το νου σου;  Μπρος στα μάτια σου ένας άλλος κόσμος ξεχασμένος. Κρεβάτια στρωμένα στα μάλλινα, κάπες κρεμασμένες, γκλίτσες, ρόκες, αδράχτια, τυροκομικά εργαλεία, ο, τι χρειαζούμενο ήταν εκεί, καθαρό και βολεμένο. Τα παιδικά χειροποίητα παιχνίδια, ξύλινα, παραδοσιακά, φτιαγμένα από την αγάπη των γονιών και των παππούδων για την ευχαρίστηση των παιδιών.
Στους τοίχους γύρω φωτογραφίες παλιές, γνώριμα πρόσωπα τα πιο πολλά για μένα. Οι γέροι βλάχοι μεγαλόπρεποι, με τα μαύρα κουστούμια και τα τσαρούχια και τα φέσια. Οικογενειακές και φωτογραφίες των παιδιών που τώρα πια είναι μεγάλοι και σκορπισμένοι κάθε ένας στον τόπο του και τα κορίτσια παντρεύτηκαν, άνοιξαν σπίτια στα χωριά, άλλαξε η ζωή τους. 
Χάθηκαν τα γέλια από τα κονάκια. Χάθηκαν τα σφυρίγματα, χάθηκαν τα τραγούδια στις κορφούλες. Αχ μωρή Βασίλω του τσέλιγκα δεν ακούγεσαι πια! Σώπασαν τα βουνά κι έχω βαθιά, πικρή ανάμνηση τον θρήνο, το μοιρολόι της Αριστείδαινας για τον χαμό του Μήτρου, του πρωτογιού της, του φίλου και συμμαθητή μου. Χάλασε ο θρήνος τον τόπο ώσπου τον ένιωσαν οι βράχοι, οι ράχες, τα πεύκα, οι βρύσες... 

Ήρθε το τέλος. Οι φαμελιές σκορπίστηκαν και μετακόμισαν στα χωριά. Τα παιδιά πήραν το καθένα τον δρόμο του μα οι γέροι και οι γριές νιώσανε στα γερατιά τους τη φυλακή της αυλής, μακριά από τη φύση και τα ζώα που ήταν το άλλο μισό τους. Για όλους άλλαξε η ζωή μα για μας, η συμπόρευση με τους βλάχους τα χρόνια εκείνα, δεν πέρασε στη λήθη. Δε ξεχνιούνται τα παιδικά Χριστούγεννα που πριν φτάσουμε στην εκκλησία, είχαν κιόλας έρθει από τα κονάκια μανάδες με ένα σωρό παιδιά. Τα άλογα δεμένα γύρω, με τα σαμάρια σκεπασμένα με φλοκάτες περίμεναν. Έπρεπε να τελειώσει η λειτουργία, να κοινωνήσουν, να χαιρετήσουν, να ανταλλάξουν ευχές με τους ντόπιους και να καλέσουν τον παπά να επισκεφθεί τα κονάκια και να κάνει τον μεγάλο αγιασμό των Θεοφανίων, να ευλογήσει ανθρώπους και ζωντανά. 
Τίποτα δε ξεχνιέται! Μόνο χρειάζεται να βρεθεί ο Γιάννης να σε πάει στο κονάκι, να τα θυμηθείς ξαφνικά όλα!



Μάκης Κυριάκου 

Η θεια Μαλιώ-Γιάννης Γκικάκης



                                                                           (Σχέδιο του Βαν Γκονγκ-Το τζάκι)

Σφύριζε ασταμάτητος βοριάς απ' το βουργένι
στον τοίχο σαρακότρητο το γέρικο ντουγένι
ανάμνηση φέρνει ζεστή, του θεριστή τη λάβα
σιγόβραζε στην πυροστιά η θεια Μαλιώ τη φάβα

Ξεφύσα έξω στην αυλή, το γέρικο μουλάρι 
φορτίο είχε ασήκωτο, δεμένο στο σαμάρι
καμπύλωνε η μέση του απ΄το βαρύ φορτίο
τα κούτσουρα είναι βαριά, μα πιο βαρύ το κρύο

Ο μπάρμπα Κώτσος χάιδεψε το γέρικο μουλάρι
μια χούφτα τούδωσε καρπό απούχε στο ταγάρι
λύνει απ' τα ζέγκια την τριχιά, πέφτουν τα ξύλα κάτω
τρακάδα θέλει ο χιονιάς και τραχανά το πιάτο

Κοντά στο τζάκι, στο σοφρά, η φάβα σιγαχνίζει
απ' έξω άρχισε ο καιρός και πάλι να χιονίζει
τριζοβολά σπιθίζοντας το κούτσουρο στο τζάκι
μετράει τις σπίθες ο παππούς και στρίβει το μουστάκι

Ξεκλέβουν φως απ' τη φωτιά τ' αγόρια να διαβάσουν
και σαν τα μάτια κουραστούν πηγαίνουν να πλαγιάσουν
σβήνει το λύχνο η θεια Μαλιώ και βγάζει το μαντήλι
ζυγώνει τα κονίσματα κι ανάβει το καντήλι

Σκύβει μπροστά στη Παναγιά και σιγοψιθυρίζει
μετάνοια κάνει ως καταής, το πάτωμα αγγίζει
κοιτάει ξανά τη Παναγιά κοιτάει και το Μωρό της
''Βοήθα Μεγαλόχαρη!'' και κάνει το σταυρό της...

Γιάννης Γκικάκης


Σάλεσι: ο σημερινός Αυλώνας (στα αρβανίτικα Σάλεσι σημαίνει χωριό)

βουργένι: ποτάμι βόρεια του Σαλεσίου, σημείο προσανατολισμού για τους ντόπιους
σαρακότρητο: φαγωμένο από το σαράκι
ντουγένι: παλαιό εργαλείο αλωνισμού
ζέγκια: 4 σιδερένια μικρά ημικύκλια πάνω στο σαμάρι. 2 μπροστά και δύο πίσω. Αντικριστά. Χρησίμευαν στο να έδεναν πάνω τους τα σχοινιά που βαστούσαν τα φορτία
τρακάδα: ο σωρός από τα ξύλα που στοίβαζαν έξω από το σπίτι για το τζάκι



Λίγα λόγια για το ποίημα από τον Γιώργο Πύργαρη:


Δεν μπορώ να κατατάξω τον Γιάννη Γκικάκη στους λαϊκούς λογοτέχνες με την αυστηρή σημασία του όρου που έχω δώσει εδώ. Δηλαδή σε  εκείνους που μετατρέπουν τη λογοτεχνία της αγοράς και των καφενείων σε γραπτό λόγο, διασώζοντας μια προφορική πνευματική κληρονομιά που μέχρι τώρα πήγαινε μονάχα από στόμα σε στόμα. Εξ' άλλου ο Γιάννης Γκικάκης έχει εκδώσει κι άλλα βιβλία ιστορικά και λογοτεχνικά, έχει ασχοληθεί με την ιστορική έρευνα κυρίως του τόπου του, οπότε το έργο του στο μεγαλύτερο μέρος του, δεν είναι αυτό που λέμε ''λαϊκό''. Όμως υπάρχουν σημεία του όπως το παραπάνω ποίημα, που έχουν γνήσιο λαϊκό χαρακτήρα. 

Προσωπικά θεωρώ το ποίημα τούτο ένα αριστούργημα. 
Για πολλούς λόγους. Πρώτον είναι άψογο τεχνικά. Φτιαγμένο από καλό μάστορη. Δεύτερον για την εικονοπλαστική του δύναμη. Τρίτον για το βάθος κάτω από την εικόνα. Ειλικρινά θα μπορούσα να μιλάω για ώρες μόνο και μόνο για τούτο το ποίημα. Βασισμένο στην παράδοση, με ρίμα και μέτρο, χωρίς τίποτα περιττό. Θα μπορούσε να είναι ένας υπέροχος πίνακας ζωγραφικής, αν δεν είχε τόσο υπαινισσόμενο βάθος.

Πριν συνεχίσω όμως, θα ήθελα να πω δυο λόγια για το ιστορικό υπόβαθρο του ποιήματος. Βρισκόμαστε γύρω στα 1950, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η χώρα είναι μια χώρα ερειπίων. Σχεδόν κατεστραμμένη από τον πόλεμο με τους Ιταλούς, την κατοχή και τον εμφύλιο. Ο Γιάννης Γκικάκης από τον Ωρωπό είναι μαθητής Γυμνασίου στο Σάλεσι και επειδή καθημερινά κάνει με τα πόδια τη διαδρομή από τον Ωρωπό στο Σάλεσι, τελικά ασθενεί λόγω του υποσιτισμού. Μεταφέρεται στο Αρεταίειο νοσοκομείο, όπου μένει ενάμισι μήνα. Όταν επανέρχεται στο σπίτι, το δίλημμα που έχει η οικογένειά του είναι αν θα συνεχίσει να πηγαίνει με τα πόδια στο γυμνάσιο κάθε μέρα και μήπως αυτό επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την υγεία του. Τελικά προθυμοποιείται ο μπάρμπα Κώτσιος και η θεια Μαλιώ, μακρινοί συγγενείς που μένουν στο Σάλεσι, να φιλοξενήσουν τον Γιάννη Γκικάκη, ώστε να μη χάσει τη χρονιά.  Δεν είναι πλούσιοι, έχουν και τα δικά τους παιδιά να θρέψουν, αλλά μπορούν από το υστέρημά τους να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαϊ στον μικρό ανιψιό και να τον βοηθήσουν να αναρρώσει. Πράγματι, αυτό γίνεται. Ο μαθητής Γιάννης Γκικάκης μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι της θειας Μαλιώς, ώστε να παρακολουθήσει τα μαθήματα του σχολείου στο Σάλεσι. Ζει από κοντά την οικογένεια που τον φιλοξενεί...

Χρόνια αργότερα θα ανταποδώσει. Γράφοντας αυτό το υπέροχο ποίημα, θα παραδώσει στην αθανασία το σπίτι που τον φιλοξένησε και τη γλυκιά μορφή της θειας Μαλιώς. Η ευγνωμοσύνη του όμως δεν είναι κραυγαλέα. Είναι υποδόρια. Μια ευγνωμοσύνη που κυλά σαν ολοκάθαρο ήσυχο ποτάμι κάτω από τις πανέμορφες εικόνες που μας περιγράφει. Και πετυχαίνει και κάτι άλλο. Μας παραδίδει την εικόνα του μετεμφυλιακού επαρχιακού ελληνικού σπιτιού. Μόνο; Όχι! Πρόκειται ουσιαστικά για την αρχέγονη εικόνα του ελληνικού αγροτικού σπιτιού. Ένας ύμνος στην εστία...

Το τοπίο είναι χειμωνιάτικο...

Σφύριζε ασταμάτητος βοριάς απ' το βουργένι

Αριστοτεχνική είσοδος στο ποίημα. Ακούμε τον άνεμο να σφυρίζει στ' αυτιά μας, νιώθουμε ξαφνικά παγωνιά και κρύο. Δεν ξέρουμε ακόμη που βρισκόμαστε. Μα ο ποιητής δε μας αφήνει να ανησυχήσουμε πολύ. Αυτή η πρώτη αίσθηση παγωνιάς και ανησυχίας, μετριάζεται με την παρουσίαση του εσωτερικού ενός φτωχού, αγροτικού σπιτιού... 

στον τοίχο σαρακότρητο το γέρικο ντουγένι
ανάμνηση φέρνει ζεστή, του θεριστή τη λάβα
σιγόβραζε στην πυροστιά η θεια Μαλιώ τη φάβα

Η αντίθεση μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού χώρου εμφανής και εμπνευσμένη. Από τη μια μεριά ο παγερός βοριάς, το κρύο, τα στοιχεία της φύσης που μαίνονται έξω κι από την άλλη η θαλπωρή του σπιτιού. Ένα τζάκι που καίει και μια γυναίκα να μαγειρεύει στην πυροστιά φαγητό. Η θεια Μαλιώ. Το γέρικο ντουγένι κρεμασμένο στον τοίχο. Πρόκειται για εργαλείο αλωνισμού που παραπέμπει μεν στη νοσταλγία του καλοκαιριού, η ενθύμηση της ζέστης του καλοκαιριού ισορροπεί την αίσθηση του βοριά και της παγωνιάς του πρώτου στίχου, παραπέμπει όμως συνάμα και στον πόθο για τον πολύτιμο και ζωογόνο καρπό που θα έρθει μετά το θέρος στο σπίτι. Το σιτάρι.  
Ο Γκικάκης με λιτό και απέριττο τρόπο πετυχαίνει εξ' αρχής να μας μπάσει στον κόσμο του...

Στις επόμενες δύο στροφές μας δίνει μια σκηνή όπου ο νοικοκύρης του σπιτιού ο μπάρμπα Κώτσος, επιστρέφει στο σπίτι μαζί με το ζώο του, που είναι φορτωμένο με ξύλα. Ο αγώνας του ανθρώπου για την επιβίωση. Ο μπάρμπα Κώτσος ίσως έχει ξεκινήσει από τα χαράματα μέσα στην παγωνιά, τον βοριά, το χιονόνερο και το κρύο, για να εξασφαλίσει από το δάσος τα ξύλα του σπιτιού που θα τους κρατήσουν ζωντανούς τον χειμώνα...

Ξεφύσα έξω στην αυλή, το γέρικο μουλάρι 
φορτίο είχε ασήκωτο, δεμένο στο σαμάρι

Σύμμαχος του νοικοκύρη στον αγώνα που δίνει για την επιβίωση και έρχεται αντιμέτωπος με τις δυσκολίες της ζωής και τα στοιχεία της φύσης, είναι το ζώο του, που μοχθεί το ίδιο, ίσως και περισσότερο από το αφεντικό του...

καμπύλωνε η μέση του απ΄το βαρύ φορτίο
τα κούτσουρα είναι βαριά, μα πιο βαρύ το κρύο

Κι ο μπάρμπα Κώτσος το ξέρει. Το μουλάρι είναι γέρικο, έχουν περάσει μια ολόκληρη ζωή μαζί. Σε χιόνια, σε κρύα, σε βροχές και αφόρητες ζέστες. Δε θέλει να το κουράζει, μα τούτο είναι αναπόφευκτο. Βαριά τα κούτσουρα, μα πιο βαρύ το κρύο. Η οικογένεια πρέπει να επιβιώσει. Το αφεντικό με το μουλάρι είναι δεμένοι. Τους συνδέουν στιγμές που δεν γνωρίζει κανείς άλλος. Ο άντρας αγαπά το ζώο του. Το ανταμείβει...

Ο μπάρμπα Κώτσος χάιδεψε το γέρικο μουλάρι
μια χούφτα τούδωσε καρπό απούχε στο ταγάρι
λύνει απ' τα ζέγκια την τριχιά, πέφτουν τα ξύλα κάτω

Το χαϊδεύει. Συναισθηματική ανταμοιβή. Μετά βγάζει από το ταγάρι του καρπό και του δίνει. Το ζώο τρώει μέσα από τη χούφτα του αφεντικού του. Ο καρπός είναι το κριθάρι. Δεν είναι σανό. Πρόκειται για εγκάρδια ανταμοιβή. Ακριβή, αλλά πολύ νόστιμη και θρεπτικότατη για το ζώο. Τώρα θυμήθηκα ένα γράμμα του Καραϊσκάκη προς τους δικούς του. Τους είχε στείλει ένα άλογό του αγαπημένο και τους έλεγε να το προσέξουν πολύ... ''να μου ταγγίζετε κριθάρι το άτι μου...''. Λύνει τα ζέγκια ο μπάρμπα Κώτσος, τα ξύλα πέφτουν κάτω και το ζώο ξαλαφρώνει. Σε λίγο θα πάει κι αυτό στο ζεστό παχνί να φάει περισσότερο και να ξεκουραστεί. Είναι ιερό το δέσιμο των ανθρώπων της παλαιάς εποχής με τα ζώα τους. ''Όταν πέθαιναν, δεν τα πετούσαμε στα όρνια, μα τα θάβαμε στις αυλές, τα σεβόμασταν. Και ήταν σα να πέθαινε άνθρωπος του σπιτιού!''  μου είχε πει κάποτε ένας δικός μου μπάρμπας.
Όμως αφού τακτοποιήσει τα ξύλα και το ζώο του, ήρθε η ώρα να ξεκουραστεί και το αφεντικό... 

Κοντά στο τζάκι, στο σοφρά, η φάβα σιγαχνίζει
απ' έξω άρχισε ο καιρός και πάλι να χιονίζει
τριζοβολά σπιθίζοντας το κούτσουρο στο τζάκι

Άρχισε πάλι να χιονίζει. Μα το εσωτερικό του σπιτιού είναι ζεστό, ήρεμο, γαλήνιο. Ο νοικοκύρης μπαίνει στο σπίτι, το φαγητό είναι σερβιρισμένο στο σοφρά και αχνίζει. Ταπεινή, πολύτιμη αρχοντιά! ''...πληβείος ναι, αλλά μια ανάσα απόστασης από τον άρχοντά του!...'' μας λέει ο Ελύτης στα ''Δημόσια και Ιδιωτικά'' του. Ή κάπως έτσι το λέει, δεν τόχω τώρα εύκαιρο. 
Ο άνθρωπος που παλεύει μαζί με τα ζώα του ολημερίς, που παλεύει με τις αντιξοότητες της ζωής και τη φύση, βρίσκει απάγκιο στην οικογένεια, στο σπίτι και στο τζάκι, όπου μέσα του ζουν τρεις γενιές. Ο παππούς (μετράει τις σπίθες ο παππούς και στρίβει το μουστάκι), η γενιά της ευθύνης και τα παιδιά. Το φαγητό είναι ταπεινό. Η φάβα. Ο τραχανάς. Αλλά πεντανόστιμο και ζωογόνο. Η οικογένεια μαζεύεται γύρω από τον σοφρά και γεύεται το ταπεινό μα νόστιμο φαγητό της θειας Μαλιώς. Το ψωμί που έχει ζυμώσει με τα χέρια της, ξυπνώντας απ' τα χαράματα. Που το έχει ψήσει στον πέτρινο φούρνο της αυλής. Έξω το χιόνι αρχίζει να το στρώνει. Ο μπάρμπα Κώτσος, κλείνοντας τα μάτια από ευχαρίστηση, πίνει το κρασάκι του. Θεός! Το αίμα γαληνεύει ξανά μέσα του, συνέρχεται για τα καλά απ' το κρύο... Η οικογένεια συζητά για τα προβλήματα της ημέρας. Τα παιδιά φέρνουν τα νέα από το σχολείο. Ο μπάρμπα Κώτσος θυμάται τον λαγό που του πετάχτηκε στο δάσος, ενώ συνάμα προβληματίζεται για τον καιρό. Πόσο θα κρατήσει αυτό το χιόνι; Η θεια Μαλιώ λάμπει μέσα της. Κοιτάζει γύρω της, την ευτυχία. Τα παιδιά της, τον ανιψιό, τον άντρα της. Τον παππού που άρχισε πάλι τις παλιές ιστορίες. Έξω χιονίζει. Δε θέλει πολλά ο άνθρωπος. Είναι ευτυχισμένη! Περνώντας έτσι η ώρα, σουρουπώνει. Το τζάκι η πολύτιμη παρακαταθήκη του Προμηθέα, χαρίζει θαλπωρή, ανανέωση, ζεστασιά, τροφή, επικοινωνία μεταξύ των μελών και κάτι ακόμη. Φως για την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών! Και εδώ φαίνεται η φτώχεια του σπιτικού της θειας Μαλιώς, που όχι μόνο δε διαθέτει ηλεκτρικό ρεύμα την περίοδο εκείνη, αλλά ούτε καν λάμπα πετρελαίου για να διαβάσουν τα παιδιά. Μονάχα λύχνο διαθέτει το σπίτι. Κι όμως, αυτό το φτωχικό σπίτι δε διστάζει να φιλοξενήσει ένα ακόμη μέλος, που δεν ανήκει στην οικογένεια! Τα παιδιά ελλείψει άλλης πηγής φωτός, αναγκάζονται να σταθούν δίπλα στο τζάκι και να στρέψουν προς τις φλόγες το βιβλίο, για να μπορέσουν να ξεκλέψουν λίγο διάβασμα στα γρήγορα.  Όμως από τη μια η ζέστη από το τζάκι, από την άλλη το έντονο και μη σταθερό φως, κουράζουν γρήγορα τα παιδιά, που θέλουν πια να πλαγιάσουν, κουρασμένα πιθανόν και από τα παιχνίδια της ημέρας...

Ξεκλέβουν φως απ' τη φωτιά τ' αγόρια να διαβάσουν
και σαν τα μάτια κουραστούν πηγαίνουν να πλαγιάσουν

Πόσους αιώνες δε περιγράφει το ποίημα με αυτές τις εικόνες! Θα μπορούσε να είναι το ίδιο σκηνικό σε ένα σπίτι της προομηρικής, της Μινωικής, αλλά και της Μυκηναϊκής περιόδου του ελληνισμού. Ακόμη και της κλασσικής περιόδου και της ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής. Και της επαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου του 1821. Το ίδιο και απαράλλαχτο. Δεν παρακολουθούμε μόνο την εικόνα ενός αγροτικού σπιτιού του 1950, αλλά μια εικόνα που έρχεται άφθαρτη και αναλλοίωτη από το βάθος των αιώνων!

Το ταπεινό και υπέροχο σκηνικό, ολοκληρώνεται με τη στάση της θειας Μαλιώς απέναντι στα ιερά. Στο αρχέγονο ελληνικό σπίτι, τα ιερά ήταν αιώνες σεβαστά. Τα εικονίσματα και το καντήλι. Οι άνθρωποι ήθελαν πάντα τον Θεό δίπλα τους. Εδώ δε μεσολαβούν ιερατεία. Δεν υπάρχει τίποτα υποκριτικό, ούτε κανένας μεσολαβητής. Η σχέση των ανθρώπων με τα ιερά είναι άμεση και προέρχεται από την επίγνωση της γενιάς της ευθύνης, των μεγάλων δυσκολιών που αντιμετωπίζει στη ζωή του ο άνθρωπος, ο οποίος χρησιμοποιεί όλες του τις δυνάμεις να επιβιώσει. Μερώνει τα ζώα, χρησιμοποιεί την επιστήμη φτιάχνοντας εργαλεία όπως το αλωνιστικό εργαλείο ντουγένι που είναι κρεμασμένο στον τοίχο, την πυροστιά, το σαμάρι, τα ζέγκια, την τριχιά, αλλά γνωρίζει κιόλας ότι αυτά δε φτάνουν! Στη ζωή του ανθρώπου χρειάζονται και τα ιερά! Η σκηνή της θειας Μαλιώς μπροστά στα εικονίσματα είναι άκρως υποβλητική. Σχεδόν ανατριχιαστική! Όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν πλαγιάσει. Η περιπέτεια της ημέρας έχει τελειώσει και εκείνη μένει μονάχη στο σκηνικό. 
Είναι ώρα να πλησιάσει τα θεία...

σβήνει το λύχνο η θεια Μαλιώ και βγάζει το μαντήλι

Η σχέση της απέναντι στα ιερά δεν είναι για τα μάτια του κόσμου, αλλά εσωτερική και ουσιαστική. Πρώτα σβήνει τον λύχνο και μετά προσεύχεται. Στο σκοτάδι! Να μη τη δει κανείς! Βγάζει το μαντήλι ως ένδειξη αφεμού και γυμνότητας απέναντι στο θείο. Πρώτα ευχαριστεί για το τέλος μιας κουραστικής, αλλά καλής ημέρας. Όλα πήγαν καλά. Τα μέλη της οικογένειας είναι όλα στο σπίτι, ζεστά και χορτάτα. Ψιθυρίζει την ευγνωμοσύνη της...

Σκύβει μπροστά στη Παναγιά και σιγοψιθυρίζει

Ναι όλα πήγαν καλά μα υπάρχει και το αύριο. Είμαι δυνατή, νιώθω δυνατή και ακμαία, αλλά δε φτάνει. Χρειάζομαι και τη βοήθειά σου Παναγία μου στον αγώνα που δίνω. Τη ματιά σου, την ευχή σου στον αγώνα που δίνω. Για το αύριο, για το μεθαύριο, για το μέλλον της οικογένειάς μου, για το μέλλον των παιδιών αυτού του κόσμου...

''Βοήθα Μεγαλόχαρη!'' και κάνει το σταυρό της...


Ευτυχώς όμως για μας, ο ποιητής ήταν εκεί! Ο μικρός Γιάννης Γκικάκης που δεν έχει κοιμηθεί ακόμη, παρακολουθεί έκθαμβος την ιερή σκηνή, όπου ο άνθρωπος σκύβει ταπεινά και ανυπόκριτα μπροστά στον Θεό του. Η θεια Μαλιώ, αυτή η καλωσυνάτη γυναικεία μορφή που τον έχει πάρει σαν άλλη μάνα στην αγκαλιά της, αυτή η δυνατή γυναίκα που σηκώνει στους ώμους της τα βάρη του σπιτιού της, σκύβει ταπεινά μπροστά στα ιερά. Το αχνό φως του καντηλιού μπροστά στις εικόνες, μόλις φωτίζει το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της θειας Μαλιώς που ως ικέτιδα προσπέφτει μπροστά τους και ζητά την αρωγή και τη βοήθειά τους. Η σκηνή θα στοιχειώσει με την καλή έννοια τον Γιάννη Γκικάκη. Η αγράμματη αλλά όχι αμόρφωτη θεια Μαλιώ, χωρίς να το επιδιώξει θα γίνει για τον ποιητή η μεγάλη δασκάλα... ''Ο άνθρωπος παιδί μου, δεν μπορεί μονάχος του. Όσο δυνατός κι αν νιώθει. Χρειάζεται και τα ιερά. Πρέπει να είναι ταπεινός. Χρειάζεται τον Θεό ο άνθρωπος...''. 
Κι ο ποιητής, δε θα ξεχάσει ποτέ, αυτό το ακούσιο μάθημα...

Ο Γιάννης Γκικάκης με τη θεια Μαλιώ, κατορθώνει να δώσει την αρχέτυπη εικόνα της Ελληνίδας μάνας και συζύγου. Της γεμάτης αυτοθυσίας γυναίκας που ''βαστάει το σπίτι''. Της γυναίκας που στέκει στιβαρή κολόνα δίπλα στα παιδιά, στον σύζυγο και στους γέροντες. Της γυναίκας που στηρίζει και στηρίζεται από τα ιερά. Τη διαχρονική κολόνα της οικογένειας. Παράλληλα όμως το ποίημα είναι ουσιαστικά και το κύκνειο άσμα της αρχέγονης οικογένειας. Ο Γιάννης Γκικάκης με έναν υπόγειο συναισθηματισμό και με ελεγχόμενο λυρισμό, θρηνεί την παράδοση. Θρηνεί τον θάνατο μιας ολόκληρης εποχής. Παρακολουθώντας και μεις μέσα από τους στίχους του τη θεια Μαλιώ, ξέρουμε πως το είδος αυτό της γυναίκας πεθαίνει, αν δεν έχει ήδη πεθάνει.

Η θεια Μαλιώ θα πρέπει να διδάσκεται σε όλα τα ελληνικά σχολεία, ως η τελευταία εικόνα μιας μεγάλης εποχής που αρχίζει πριν από τον Όμηρο ακόμη και τελειώνει το 1950. Γιατί από τότε όλα άλλαξαν. Η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια αρχίζει να μπαίνει σε άλλες ατραπούς. Στις ατραπούς της ''ανεξαρτησίας'' και των ''δικαιωμάτων'' των μελών της. Ο άνθρωπος μεγάλωσε και μίκρυνε ο Θεός. Η λατρεία για την ύλη, έδιωξε τα ιερά. Έκλεισε το ανοιχτό παράθυρο που υπήρχε προς τον ουρανό. Οι οικογένειες άλλαξαν. Ίσως αποξενώθηκαν. Η φτωχή θεια Μαλιώ, βοηθά και σώζει έναν μακρινό ανιψιό της. Οι δεσμοί σήμερα μεταξύ των συγγενών, δεν είναι πια ίδιοι. Πάλι αποξένωση. Ας τα βγάλει ο καθείς πέρα μόνος του. Ο κόσμος υποτίθεται πως προχωρά. Η εικόνα τούτη όμως που διέσωσε ο Γιάννης Γκικάκης, θα μείνει να μας θυμίζει πολλά. Ποιος ξέρει. Μπορεί κάποτε να αναζητήσουμε ξανά την ταπεινότητα και τη χαμένη μαγεία της αρχέγονης, παραδοσιακής οικογένειας. Μπορεί κάποτε να αναζητήσουμε ξανά τις αξίες που εκφράζει αυτή η θαυμάσια γυναίκα. Η θεια Μαλιώ...


Γιώργος Πύργαρης




Λίγα λόγια για το ποίημα από τον φιλόλογο Σπύρο Κατριβέση:

Να καταθέσω κι εγώ την άποψή μου για το ποίημα του Γιάννη Γκικάκη:
Το πόνημα ως προς το περιεχόμενο αποδίδει εικαστικά την ελληνική επαρχία περασμένων δεκαετιών. Τότε που η τραχιά ζωή και οι δυσκολίες ήταν συνυφασμένες με την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Είναι εκείνες οι δυσκολίες που νοηματοδοτούσαν τη ζωή και καθιστούσαν τους ανθρώπους πρότυπα για τα παιδιά τους. Αναδύονται μέσα από τους στίχους η ζεστασιά του επαρχιώτικου σπιτιού κι αυτή η αγνότητα και το ψυχικό μεγαλείο που αναζητούσε κι ο Σκιαθίτης κυρ Αλέξανδρος (κάτι ήξερε παραπάνω…).
Η εικόνα των παιδιών που διαβάζουν στο φως της φωτιάς παραπέμπει στην εποχή της δίψας για γνώση και αντιτίθεται στη σημερινή αντιπνευματική περίοδο που βιώνουμε. Έντονο και το θρησκευτικό στοιχείο στην εικόνα της προσευχής. Καταδεικνύει εκείνον τον κόσμο της πίστεως, τον κόσμο του αρρήτου στον οποίο έβρισκαν ελπίδα και καταφύγιο οι άνθρωποι του μόχθου.
Στο ποίημα υποβόσκει και το βιωματικό στοιχείο ζωγραφισμένο με λαογραφικά χρώματα. Η θεατρικότητα είναι ένα από τα θετικά χαρακτηριστικά του καθώς υπάρχει ατμόσφαιρα, σκηνοθετικές οδηγίες, εικονοπλασία και πρόσωπα τα οποία πλαισιώνουν τη σκηνή. Οι λεπτομέρειες στην περιγραφή των αντικειμένων και των εργασιών θυμίζουν έντονα Βιζυηνό. Είναι εμφανή λοιπόν τα ηθογραφικά στοιχεία μέσα από αυτή τη νατουραλιστική σκιαγράφηση των χαρακτήρων. 


Τέλος είναι αξιέπαινη η απόδοση του ποιήματος με ομοιοκαταληξία, γεγονός που συνάδει με την προσπάθεια διάσωσης της παράδοσης. Η χρήση του τοπικού ιδιώματος συνιστά πράξη αντίδρασης απέναντι στη σημερινή γλωσσική συρρίκνωση…

Σπύρος Κατριβέσης





Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΥΛΩΝΑ ΠΟΥ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΣΑΝ ΣΤΑ ΦΤΩΧΙΚΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΝΕ ΣΧΟΛΕΙΟ...





Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...