Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Η θεια Μαλιώ-Γιάννης Γκικάκης



                                                                           (Σχέδιο του Βαν Γκονγκ-Το τζάκι)

Σφύριζε ασταμάτητος βοριάς απ' το βουργένι
στον τοίχο σαρακότρητο το γέρικο ντουγένι
ανάμνηση φέρνει ζεστή, του θεριστή τη λάβα
σιγόβραζε στην πυροστιά η θεια Μαλιώ τη φάβα

Ξεφύσα έξω στην αυλή, το γέρικο μουλάρι 
φορτίο είχε ασήκωτο, δεμένο στο σαμάρι
καμπύλωνε η μέση του απ΄το βαρύ φορτίο
τα κούτσουρα είναι βαριά, μα πιο βαρύ το κρύο

Ο μπάρμπα Κώτσος χάιδεψε το γέρικο μουλάρι
μια χούφτα τούδωσε καρπό απούχε στο ταγάρι
λύνει απ' τα ζέγκια την τριχιά, πέφτουν τα ξύλα κάτω
τρακάδα θέλει ο χιονιάς και τραχανά το πιάτο

Κοντά στο τζάκι, στο σοφρά, η φάβα σιγαχνίζει
απ' έξω άρχισε ο καιρός και πάλι να χιονίζει
τριζοβολά σπιθίζοντας το κούτσουρο στο τζάκι
μετράει τις σπίθες ο παππούς και στρίβει το μουστάκι

Ξεκλέβουν φως απ' τη φωτιά τ' αγόρια να διαβάσουν
και σαν τα μάτια κουραστούν πηγαίνουν να πλαγιάσουν
σβήνει το λύχνο η θεια Μαλιώ και βγάζει το μαντήλι
ζυγώνει τα κονίσματα κι ανάβει το καντήλι

Σκύβει μπροστά στη Παναγιά και σιγοψιθυρίζει
μετάνοια κάνει ως καταής, το πάτωμα αγγίζει
κοιτάει ξανά τη Παναγιά κοιτάει και το Μωρό της
''Βοήθα Μεγαλόχαρη!'' και κάνει το σταυρό της...

Γιάννης Γκικάκης


Σάλεσι: ο σημερινός Αυλώνας (στα αρβανίτικα Σάλεσι σημαίνει χωριό)

βουργένι: ποτάμι βόρεια του Σαλεσίου, σημείο προσανατολισμού για τους ντόπιους
σαρακότρητο: φαγωμένο από το σαράκι
ντουγένι: παλαιό εργαλείο αλωνισμού
ζέγκια: 4 σιδερένια μικρά ημικύκλια πάνω στο σαμάρι. 2 μπροστά και δύο πίσω. Αντικριστά. Χρησίμευαν στο να έδεναν πάνω τους τα σχοινιά που βαστούσαν τα φορτία
τρακάδα: ο σωρός από τα ξύλα που στοίβαζαν έξω από το σπίτι για το τζάκι



Λίγα λόγια για το ποίημα από τον Γιώργο Πύργαρη:


Δεν μπορώ να κατατάξω τον Γιάννη Γκικάκη στους λαϊκούς λογοτέχνες με την αυστηρή σημασία του όρου που έχω δώσει εδώ. Δηλαδή σε  εκείνους που μετατρέπουν τη λογοτεχνία της αγοράς και των καφενείων σε γραπτό λόγο, διασώζοντας μια προφορική πνευματική κληρονομιά που μέχρι τώρα πήγαινε μονάχα από στόμα σε στόμα. Εξ' άλλου ο Γιάννης Γκικάκης έχει εκδώσει κι άλλα βιβλία ιστορικά και λογοτεχνικά, έχει ασχοληθεί με την ιστορική έρευνα κυρίως του τόπου του, οπότε το έργο του στο μεγαλύτερο μέρος του, δεν είναι αυτό που λέμε ''λαϊκό''. Όμως υπάρχουν σημεία του όπως το παραπάνω ποίημα, που έχουν γνήσιο λαϊκό χαρακτήρα. 

Προσωπικά θεωρώ το ποίημα τούτο ένα αριστούργημα. 
Για πολλούς λόγους. Πρώτον είναι άψογο τεχνικά. Φτιαγμένο από καλό μάστορη. Δεύτερον για την εικονοπλαστική του δύναμη. Τρίτον για το βάθος κάτω από την εικόνα. Ειλικρινά θα μπορούσα να μιλάω για ώρες μόνο και μόνο για τούτο το ποίημα. Βασισμένο στην παράδοση, με ρίμα και μέτρο, χωρίς τίποτα περιττό. Θα μπορούσε να είναι ένας υπέροχος πίνακας ζωγραφικής, αν δεν είχε τόσο υπαινισσόμενο βάθος.

Πριν συνεχίσω όμως, θα ήθελα να πω δυο λόγια για το ιστορικό υπόβαθρο του ποιήματος. Βρισκόμαστε γύρω στα 1950, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η χώρα είναι μια χώρα ερειπίων. Σχεδόν κατεστραμμένη από τον πόλεμο με τους Ιταλούς, την κατοχή και τον εμφύλιο. Ο Γιάννης Γκικάκης από τον Ωρωπό είναι μαθητής Γυμνασίου στο Σάλεσι και επειδή καθημερινά κάνει με τα πόδια τη διαδρομή από τον Ωρωπό στο Σάλεσι, τελικά ασθενεί λόγω του υποσιτισμού. Μεταφέρεται στο Αρεταίειο νοσοκομείο, όπου μένει ενάμισι μήνα. Όταν επανέρχεται στο σπίτι, το δίλημμα που έχει η οικογένειά του είναι αν θα συνεχίσει να πηγαίνει με τα πόδια στο γυμνάσιο κάθε μέρα και μήπως αυτό επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την υγεία του. Τελικά προθυμοποιείται ο μπάρμπα Κώτσιος και η θεια Μαλιώ, μακρινοί συγγενείς που μένουν στο Σάλεσι, να φιλοξενήσουν τον Γιάννη Γκικάκη, ώστε να μη χάσει τη χρονιά.  Δεν είναι πλούσιοι, έχουν και τα δικά τους παιδιά να θρέψουν, αλλά μπορούν από το υστέρημά τους να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαϊ στον μικρό ανιψιό και να τον βοηθήσουν να αναρρώσει. Πράγματι, αυτό γίνεται. Ο μαθητής Γιάννης Γκικάκης μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σπίτι της θειας Μαλιώς, ώστε να παρακολουθήσει τα μαθήματα του σχολείου στο Σάλεσι. Ζει από κοντά την οικογένεια που τον φιλοξενεί...

Χρόνια αργότερα θα ανταποδώσει. Γράφοντας αυτό το υπέροχο ποίημα, θα παραδώσει στην αθανασία το σπίτι που τον φιλοξένησε και τη γλυκιά μορφή της θειας Μαλιώς. Η ευγνωμοσύνη του όμως δεν είναι κραυγαλέα. Είναι υποδόρια. Μια ευγνωμοσύνη που κυλά σαν ολοκάθαρο ήσυχο ποτάμι κάτω από τις πανέμορφες εικόνες που μας περιγράφει. Και πετυχαίνει και κάτι άλλο. Μας παραδίδει την εικόνα του μετεμφυλιακού επαρχιακού ελληνικού σπιτιού. Μόνο; Όχι! Πρόκειται ουσιαστικά για την αρχέγονη εικόνα του ελληνικού αγροτικού σπιτιού. Ένας ύμνος στην εστία...

Το τοπίο είναι χειμωνιάτικο...

Σφύριζε ασταμάτητος βοριάς απ' το βουργένι

Αριστοτεχνική είσοδος στο ποίημα. Ακούμε τον άνεμο να σφυρίζει στ' αυτιά μας, νιώθουμε ξαφνικά παγωνιά και κρύο. Δεν ξέρουμε ακόμη που βρισκόμαστε. Μα ο ποιητής δε μας αφήνει να ανησυχήσουμε πολύ. Αυτή η πρώτη αίσθηση παγωνιάς και ανησυχίας, μετριάζεται με την παρουσίαση του εσωτερικού ενός φτωχού, αγροτικού σπιτιού... 

στον τοίχο σαρακότρητο το γέρικο ντουγένι
ανάμνηση φέρνει ζεστή, του θεριστή τη λάβα
σιγόβραζε στην πυροστιά η θεια Μαλιώ τη φάβα

Η αντίθεση μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού χώρου εμφανής και εμπνευσμένη. Από τη μια μεριά ο παγερός βοριάς, το κρύο, τα στοιχεία της φύσης που μαίνονται έξω κι από την άλλη η θαλπωρή του σπιτιού. Ένα τζάκι που καίει και μια γυναίκα να μαγειρεύει στην πυροστιά φαγητό. Η θεια Μαλιώ. Το γέρικο ντουγένι κρεμασμένο στον τοίχο. Πρόκειται για εργαλείο αλωνισμού που παραπέμπει μεν στη νοσταλγία του καλοκαιριού, η ενθύμηση της ζέστης του καλοκαιριού ισορροπεί την αίσθηση του βοριά και της παγωνιάς του πρώτου στίχου, παραπέμπει όμως συνάμα και στον πόθο για τον πολύτιμο και ζωογόνο καρπό που θα έρθει μετά το θέρος στο σπίτι. Το σιτάρι.  
Ο Γκικάκης με λιτό και απέριττο τρόπο πετυχαίνει εξ' αρχής να μας μπάσει στον κόσμο του...

Στις επόμενες δύο στροφές μας δίνει μια σκηνή όπου ο νοικοκύρης του σπιτιού ο μπάρμπα Κώτσος, επιστρέφει στο σπίτι μαζί με το ζώο του, που είναι φορτωμένο με ξύλα. Ο αγώνας του ανθρώπου για την επιβίωση. Ο μπάρμπα Κώτσος ίσως έχει ξεκινήσει από τα χαράματα μέσα στην παγωνιά, τον βοριά, το χιονόνερο και το κρύο, για να εξασφαλίσει από το δάσος τα ξύλα του σπιτιού που θα τους κρατήσουν ζωντανούς τον χειμώνα...

Ξεφύσα έξω στην αυλή, το γέρικο μουλάρι 
φορτίο είχε ασήκωτο, δεμένο στο σαμάρι

Σύμμαχος του νοικοκύρη στον αγώνα που δίνει για την επιβίωση και έρχεται αντιμέτωπος με τις δυσκολίες της ζωής και τα στοιχεία της φύσης, είναι το ζώο του, που μοχθεί το ίδιο, ίσως και περισσότερο από το αφεντικό του...

καμπύλωνε η μέση του απ΄το βαρύ φορτίο
τα κούτσουρα είναι βαριά, μα πιο βαρύ το κρύο

Κι ο μπάρμπα Κώτσος το ξέρει. Το μουλάρι είναι γέρικο, έχουν περάσει μια ολόκληρη ζωή μαζί. Σε χιόνια, σε κρύα, σε βροχές και αφόρητες ζέστες. Δε θέλει να το κουράζει, μα τούτο είναι αναπόφευκτο. Βαριά τα κούτσουρα, μα πιο βαρύ το κρύο. Η οικογένεια πρέπει να επιβιώσει. Το αφεντικό με το μουλάρι είναι δεμένοι. Τους συνδέουν στιγμές που δεν γνωρίζει κανείς άλλος. Ο άντρας αγαπά το ζώο του. Το ανταμείβει...

Ο μπάρμπα Κώτσος χάιδεψε το γέρικο μουλάρι
μια χούφτα τούδωσε καρπό απούχε στο ταγάρι
λύνει απ' τα ζέγκια την τριχιά, πέφτουν τα ξύλα κάτω

Το χαϊδεύει. Συναισθηματική ανταμοιβή. Μετά βγάζει από το ταγάρι του καρπό και του δίνει. Το ζώο τρώει μέσα από τη χούφτα του αφεντικού του. Ο καρπός είναι το κριθάρι. Δεν είναι σανό. Πρόκειται για εγκάρδια ανταμοιβή. Ακριβή, αλλά πολύ νόστιμη και θρεπτικότατη για το ζώο. Τώρα θυμήθηκα ένα γράμμα του Καραϊσκάκη προς τους δικούς του. Τους είχε στείλει ένα άλογό του αγαπημένο και τους έλεγε να το προσέξουν πολύ... ''να μου ταγγίζετε κριθάρι το άτι μου...''. Λύνει τα ζέγκια ο μπάρμπα Κώτσος, τα ξύλα πέφτουν κάτω και το ζώο ξαλαφρώνει. Σε λίγο θα πάει κι αυτό στο ζεστό παχνί να φάει περισσότερο και να ξεκουραστεί. Είναι ιερό το δέσιμο των ανθρώπων της παλαιάς εποχής με τα ζώα τους. ''Όταν πέθαιναν, δεν τα πετούσαμε στα όρνια, μα τα θάβαμε στις αυλές, τα σεβόμασταν. Και ήταν σα να πέθαινε άνθρωπος του σπιτιού!''  μου είχε πει κάποτε ένας δικός μου μπάρμπας.
Όμως αφού τακτοποιήσει τα ξύλα και το ζώο του, ήρθε η ώρα να ξεκουραστεί και το αφεντικό... 

Κοντά στο τζάκι, στο σοφρά, η φάβα σιγαχνίζει
απ' έξω άρχισε ο καιρός και πάλι να χιονίζει
τριζοβολά σπιθίζοντας το κούτσουρο στο τζάκι

Άρχισε πάλι να χιονίζει. Μα το εσωτερικό του σπιτιού είναι ζεστό, ήρεμο, γαλήνιο. Ο νοικοκύρης μπαίνει στο σπίτι, το φαγητό είναι σερβιρισμένο στο σοφρά και αχνίζει. Ταπεινή, πολύτιμη αρχοντιά! ''...πληβείος ναι, αλλά μια ανάσα απόστασης από τον άρχοντά του!...'' μας λέει ο Ελύτης στα ''Δημόσια και Ιδιωτικά'' του. Ή κάπως έτσι το λέει, δεν τόχω τώρα εύκαιρο. 
Ο άνθρωπος που παλεύει μαζί με τα ζώα του ολημερίς, που παλεύει με τις αντιξοότητες της ζωής και τη φύση, βρίσκει απάγκιο στην οικογένεια, στο σπίτι και στο τζάκι, όπου μέσα του ζουν τρεις γενιές. Ο παππούς (μετράει τις σπίθες ο παππούς και στρίβει το μουστάκι), η γενιά της ευθύνης και τα παιδιά. Το φαγητό είναι ταπεινό. Η φάβα. Ο τραχανάς. Αλλά πεντανόστιμο και ζωογόνο. Η οικογένεια μαζεύεται γύρω από τον σοφρά και γεύεται το ταπεινό μα νόστιμο φαγητό της θειας Μαλιώς. Το ψωμί που έχει ζυμώσει με τα χέρια της, ξυπνώντας απ' τα χαράματα. Που το έχει ψήσει στον πέτρινο φούρνο της αυλής. Έξω το χιόνι αρχίζει να το στρώνει. Ο μπάρμπα Κώτσος, κλείνοντας τα μάτια από ευχαρίστηση, πίνει το κρασάκι του. Θεός! Το αίμα γαληνεύει ξανά μέσα του, συνέρχεται για τα καλά απ' το κρύο... Η οικογένεια συζητά για τα προβλήματα της ημέρας. Τα παιδιά φέρνουν τα νέα από το σχολείο. Ο μπάρμπα Κώτσος θυμάται τον λαγό που του πετάχτηκε στο δάσος, ενώ συνάμα προβληματίζεται για τον καιρό. Πόσο θα κρατήσει αυτό το χιόνι; Η θεια Μαλιώ λάμπει μέσα της. Κοιτάζει γύρω της, την ευτυχία. Τα παιδιά της, τον ανιψιό, τον άντρα της. Τον παππού που άρχισε πάλι τις παλιές ιστορίες. Έξω χιονίζει. Δε θέλει πολλά ο άνθρωπος. Είναι ευτυχισμένη! Περνώντας έτσι η ώρα, σουρουπώνει. Το τζάκι η πολύτιμη παρακαταθήκη του Προμηθέα, χαρίζει θαλπωρή, ανανέωση, ζεστασιά, τροφή, επικοινωνία μεταξύ των μελών και κάτι ακόμη. Φως για την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών! Και εδώ φαίνεται η φτώχεια του σπιτικού της θειας Μαλιώς, που όχι μόνο δε διαθέτει ηλεκτρικό ρεύμα την περίοδο εκείνη, αλλά ούτε καν λάμπα πετρελαίου για να διαβάσουν τα παιδιά. Μονάχα λύχνο διαθέτει το σπίτι. Κι όμως, αυτό το φτωχικό σπίτι δε διστάζει να φιλοξενήσει ένα ακόμη μέλος, που δεν ανήκει στην οικογένεια! Τα παιδιά ελλείψει άλλης πηγής φωτός, αναγκάζονται να σταθούν δίπλα στο τζάκι και να στρέψουν προς τις φλόγες το βιβλίο, για να μπορέσουν να ξεκλέψουν λίγο διάβασμα στα γρήγορα.  Όμως από τη μια η ζέστη από το τζάκι, από την άλλη το έντονο και μη σταθερό φως, κουράζουν γρήγορα τα παιδιά, που θέλουν πια να πλαγιάσουν, κουρασμένα πιθανόν και από τα παιχνίδια της ημέρας...

Ξεκλέβουν φως απ' τη φωτιά τ' αγόρια να διαβάσουν
και σαν τα μάτια κουραστούν πηγαίνουν να πλαγιάσουν

Πόσους αιώνες δε περιγράφει το ποίημα με αυτές τις εικόνες! Θα μπορούσε να είναι το ίδιο σκηνικό σε ένα σπίτι της προομηρικής, της Μινωικής, αλλά και της Μυκηναϊκής περιόδου του ελληνισμού. Ακόμη και της κλασσικής περιόδου και της ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής. Και της επαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου του 1821. Το ίδιο και απαράλλαχτο. Δεν παρακολουθούμε μόνο την εικόνα ενός αγροτικού σπιτιού του 1950, αλλά μια εικόνα που έρχεται άφθαρτη και αναλλοίωτη από το βάθος των αιώνων!

Το ταπεινό και υπέροχο σκηνικό, ολοκληρώνεται με τη στάση της θειας Μαλιώς απέναντι στα ιερά. Στο αρχέγονο ελληνικό σπίτι, τα ιερά ήταν αιώνες σεβαστά. Τα εικονίσματα και το καντήλι. Οι άνθρωποι ήθελαν πάντα τον Θεό δίπλα τους. Εδώ δε μεσολαβούν ιερατεία. Δεν υπάρχει τίποτα υποκριτικό, ούτε κανένας μεσολαβητής. Η σχέση των ανθρώπων με τα ιερά είναι άμεση και προέρχεται από την επίγνωση της γενιάς της ευθύνης, των μεγάλων δυσκολιών που αντιμετωπίζει στη ζωή του ο άνθρωπος, ο οποίος χρησιμοποιεί όλες του τις δυνάμεις να επιβιώσει. Μερώνει τα ζώα, χρησιμοποιεί την επιστήμη φτιάχνοντας εργαλεία όπως το αλωνιστικό εργαλείο ντουγένι που είναι κρεμασμένο στον τοίχο, την πυροστιά, το σαμάρι, τα ζέγκια, την τριχιά, αλλά γνωρίζει κιόλας ότι αυτά δε φτάνουν! Στη ζωή του ανθρώπου χρειάζονται και τα ιερά! Η σκηνή της θειας Μαλιώς μπροστά στα εικονίσματα είναι άκρως υποβλητική. Σχεδόν ανατριχιαστική! Όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν πλαγιάσει. Η περιπέτεια της ημέρας έχει τελειώσει και εκείνη μένει μονάχη στο σκηνικό. 
Είναι ώρα να πλησιάσει τα θεία...

σβήνει το λύχνο η θεια Μαλιώ και βγάζει το μαντήλι

Η σχέση της απέναντι στα ιερά δεν είναι για τα μάτια του κόσμου, αλλά εσωτερική και ουσιαστική. Πρώτα σβήνει τον λύχνο και μετά προσεύχεται. Στο σκοτάδι! Να μη τη δει κανείς! Βγάζει το μαντήλι ως ένδειξη αφεμού και γυμνότητας απέναντι στο θείο. Πρώτα ευχαριστεί για το τέλος μιας κουραστικής, αλλά καλής ημέρας. Όλα πήγαν καλά. Τα μέλη της οικογένειας είναι όλα στο σπίτι, ζεστά και χορτάτα. Ψιθυρίζει την ευγνωμοσύνη της...

Σκύβει μπροστά στη Παναγιά και σιγοψιθυρίζει

Ναι όλα πήγαν καλά μα υπάρχει και το αύριο. Είμαι δυνατή, νιώθω δυνατή και ακμαία, αλλά δε φτάνει. Χρειάζομαι και τη βοήθειά σου Παναγία μου στον αγώνα που δίνω. Τη ματιά σου, την ευχή σου στον αγώνα που δίνω. Για το αύριο, για το μεθαύριο, για το μέλλον της οικογένειάς μου, για το μέλλον των παιδιών αυτού του κόσμου...

''Βοήθα Μεγαλόχαρη!'' και κάνει το σταυρό της...


Ευτυχώς όμως για μας, ο ποιητής ήταν εκεί! Ο μικρός Γιάννης Γκικάκης που δεν έχει κοιμηθεί ακόμη, παρακολουθεί έκθαμβος την ιερή σκηνή, όπου ο άνθρωπος σκύβει ταπεινά και ανυπόκριτα μπροστά στον Θεό του. Η θεια Μαλιώ, αυτή η καλωσυνάτη γυναικεία μορφή που τον έχει πάρει σαν άλλη μάνα στην αγκαλιά της, αυτή η δυνατή γυναίκα που σηκώνει στους ώμους της τα βάρη του σπιτιού της, σκύβει ταπεινά μπροστά στα ιερά. Το αχνό φως του καντηλιού μπροστά στις εικόνες, μόλις φωτίζει το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της θειας Μαλιώς που ως ικέτιδα προσπέφτει μπροστά τους και ζητά την αρωγή και τη βοήθειά τους. Η σκηνή θα στοιχειώσει με την καλή έννοια τον Γιάννη Γκικάκη. Η αγράμματη αλλά όχι αμόρφωτη θεια Μαλιώ, χωρίς να το επιδιώξει θα γίνει για τον ποιητή η μεγάλη δασκάλα... ''Ο άνθρωπος παιδί μου, δεν μπορεί μονάχος του. Όσο δυνατός κι αν νιώθει. Χρειάζεται και τα ιερά. Πρέπει να είναι ταπεινός. Χρειάζεται τον Θεό ο άνθρωπος...''. 
Κι ο ποιητής, δε θα ξεχάσει ποτέ, αυτό το ακούσιο μάθημα...

Ο Γιάννης Γκικάκης με τη θεια Μαλιώ, κατορθώνει να δώσει την αρχέτυπη εικόνα της Ελληνίδας μάνας και συζύγου. Της γεμάτης αυτοθυσίας γυναίκας που ''βαστάει το σπίτι''. Της γυναίκας που στέκει στιβαρή κολόνα δίπλα στα παιδιά, στον σύζυγο και στους γέροντες. Της γυναίκας που στηρίζει και στηρίζεται από τα ιερά. Τη διαχρονική κολόνα της οικογένειας. Παράλληλα όμως το ποίημα είναι ουσιαστικά και το κύκνειο άσμα της αρχέγονης οικογένειας. Ο Γιάννης Γκικάκης με έναν υπόγειο συναισθηματισμό και με ελεγχόμενο λυρισμό, θρηνεί την παράδοση. Θρηνεί τον θάνατο μιας ολόκληρης εποχής. Παρακολουθώντας και μεις μέσα από τους στίχους του τη θεια Μαλιώ, ξέρουμε πως το είδος αυτό της γυναίκας πεθαίνει, αν δεν έχει ήδη πεθάνει.

Η θεια Μαλιώ θα πρέπει να διδάσκεται σε όλα τα ελληνικά σχολεία, ως η τελευταία εικόνα μιας μεγάλης εποχής που αρχίζει πριν από τον Όμηρο ακόμη και τελειώνει το 1950. Γιατί από τότε όλα άλλαξαν. Η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια αρχίζει να μπαίνει σε άλλες ατραπούς. Στις ατραπούς της ''ανεξαρτησίας'' και των ''δικαιωμάτων'' των μελών της. Ο άνθρωπος μεγάλωσε και μίκρυνε ο Θεός. Η λατρεία για την ύλη, έδιωξε τα ιερά. Έκλεισε το ανοιχτό παράθυρο που υπήρχε προς τον ουρανό. Οι οικογένειες άλλαξαν. Ίσως αποξενώθηκαν. Η φτωχή θεια Μαλιώ, βοηθά και σώζει έναν μακρινό ανιψιό της. Οι δεσμοί σήμερα μεταξύ των συγγενών, δεν είναι πια ίδιοι. Πάλι αποξένωση. Ας τα βγάλει ο καθείς πέρα μόνος του. Ο κόσμος υποτίθεται πως προχωρά. Η εικόνα τούτη όμως που διέσωσε ο Γιάννης Γκικάκης, θα μείνει να μας θυμίζει πολλά. Ποιος ξέρει. Μπορεί κάποτε να αναζητήσουμε ξανά την ταπεινότητα και τη χαμένη μαγεία της αρχέγονης, παραδοσιακής οικογένειας. Μπορεί κάποτε να αναζητήσουμε ξανά τις αξίες που εκφράζει αυτή η θαυμάσια γυναίκα. Η θεια Μαλιώ...


Γιώργος Πύργαρης




Λίγα λόγια για το ποίημα από τον φιλόλογο Σπύρο Κατριβέση:

Να καταθέσω κι εγώ την άποψή μου για το ποίημα του Γιάννη Γκικάκη:
Το πόνημα ως προς το περιεχόμενο αποδίδει εικαστικά την ελληνική επαρχία περασμένων δεκαετιών. Τότε που η τραχιά ζωή και οι δυσκολίες ήταν συνυφασμένες με την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Είναι εκείνες οι δυσκολίες που νοηματοδοτούσαν τη ζωή και καθιστούσαν τους ανθρώπους πρότυπα για τα παιδιά τους. Αναδύονται μέσα από τους στίχους η ζεστασιά του επαρχιώτικου σπιτιού κι αυτή η αγνότητα και το ψυχικό μεγαλείο που αναζητούσε κι ο Σκιαθίτης κυρ Αλέξανδρος (κάτι ήξερε παραπάνω…).
Η εικόνα των παιδιών που διαβάζουν στο φως της φωτιάς παραπέμπει στην εποχή της δίψας για γνώση και αντιτίθεται στη σημερινή αντιπνευματική περίοδο που βιώνουμε. Έντονο και το θρησκευτικό στοιχείο στην εικόνα της προσευχής. Καταδεικνύει εκείνον τον κόσμο της πίστεως, τον κόσμο του αρρήτου στον οποίο έβρισκαν ελπίδα και καταφύγιο οι άνθρωποι του μόχθου.
Στο ποίημα υποβόσκει και το βιωματικό στοιχείο ζωγραφισμένο με λαογραφικά χρώματα. Η θεατρικότητα είναι ένα από τα θετικά χαρακτηριστικά του καθώς υπάρχει ατμόσφαιρα, σκηνοθετικές οδηγίες, εικονοπλασία και πρόσωπα τα οποία πλαισιώνουν τη σκηνή. Οι λεπτομέρειες στην περιγραφή των αντικειμένων και των εργασιών θυμίζουν έντονα Βιζυηνό. Είναι εμφανή λοιπόν τα ηθογραφικά στοιχεία μέσα από αυτή τη νατουραλιστική σκιαγράφηση των χαρακτήρων. 


Τέλος είναι αξιέπαινη η απόδοση του ποιήματος με ομοιοκαταληξία, γεγονός που συνάδει με την προσπάθεια διάσωσης της παράδοσης. Η χρήση του τοπικού ιδιώματος συνιστά πράξη αντίδρασης απέναντι στη σημερινή γλωσσική συρρίκνωση…

Σπύρος Κατριβέσης





Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΥΛΩΝΑ ΠΟΥ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΣΑΝ ΣΤΑ ΦΤΩΧΙΚΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΝΕ ΣΧΟΛΕΙΟ...





3 σχόλια:

  1. Άκου ρε φίλε, Γιώργη Σκουρτανιώτη, πολύ λίγοι έχουν καταφέρει τοσο πνιχτό τον κόμπο στο λαιμό μου, που να μη μπορώ να βγάλω λαλιά και να μη μπορώ να πάρω ανάσα !! Λίγοι έχουν καταφέρει να μη μπορω να στεγνώσω με την ανάστροφη του χεριού μου τις γέρικες παρειές μου ! Όμως, δεν σου κρατάω θυμό ορέ Γιώργη Πύργαρη.. ! Αντίθετα, σε ευχαριστώ για το λιτό και τρυφερό μνημόσυνό σου στην αξέχαστη θειά- Μαλιώ, την Αγία θειά-Μαλιώ μου, που αν μας βλέπει από κει πάνω, ας ανάψει το ουράνιο καντηλάκι της και ας προσευχηθεί για τα παιδιά του σημερινού κόσμου, που δεν πεινάνε αλλά και δεν θα νοιώσουν ΠΟΤΕ χορτάτα !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γιάννη το ποίημα που έγραψες για την αγία σου θεια Μαλιώ, είναι ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Προσπάθησα με την ταπεινή μου ανάλυση να σταθώ όσο γίνεται περισσότερο αντάξιος αυτού του ποιήματος και των αξιών που πρεσβεύει. Δεν ξέρω αν και τι κατάφερα. Σημασία όμως έχει το ίδιο το ποίημα, γιατί κατόρθωσες να δώσεις στις επόμενες γενιές όχι μόνο την εικόνα μιας χαμένης εποχής και μιας γυναίκας σύμβολο αλλά και ανεξίτηλα όπλα στην ανθρωπότητα στον αγώνα της να σταθεί στο ύψος των δυσκολιών που αντιμετωπίζει. Η θεια Μαλιώ είναι πια ένα σύμβολο, όπως ο άγνωστος στρατιώτης. Και το έχεις πετύχει εσύ αυτό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κατάφερες πολύ περισσότερα από όσα είχες κατά νουν, σεμνέ ποιητή, Γώργο Πύργαρη !!!! Συγκίνησες !!!! Δίδαξες !!! Σαγήνεψες !!! ..........θα μπορούσα να προσθέσω ατέλειωτα επαινετικά ρήματα σε δεύτερο πρόσωπο, όμως δεν θα ταίριαζε με την ποιητική σεμνότητα!! Απλά, γράφε Γιώργο. Τα σημερινά σκοτεινά αδιέξοδα χρειάζονται τον ''φωτεινό'' λόγο !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...