Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

Το κονάκι-Μάκη Κυριάκου




Τα μαθητικά χρόνια καθενός, έχουν αφήσει στη μνήμη του στιγμές που με τον καιρό χάνονται σκεπασμένες από τη σκόνη της λησμοσύνης που δημιουργεί ο αγώνας για την καθημερινότητα και η βιοπάλη. Όμως μια απρόβλεπτη συνάντηση σκαλίζει τη στάχτη και ξαφνικά οι αναμνήσεις ξεπηδούν και ο νους μας γλυκαίνει και ζωγραφίζεται ξανά το χαμόγελο το αγνό, το παιδικό που χαρακτήριζε τα άδολα χρόνια της νιότης. 

Είναι η εποχή του τρύγου και στην καντίνα της εθνικής συνάντησα τον Γιάννη τον Ζαζιόπουλο. Ένα μπουλούκι από μαθητούδια, αγόρια και κορίτσια βλαχόπουλα ήταν συμμαθητές και φίλοι στα χρόνια μετά το πενήντα. Σαρακατσάνοι στη φυλή, έρχονταν πάντα να γραφτούν στις τάξεις καθυστερημένα, αφού στον τόπο μας κατέβαιναν μαζί με τους γονείς και τα κοπάδια για να ξεχειμάσουν από τα μέρη της ορεινής Θεσσαλίας. Έρχονταν τα κοπάδια με το τρένο. Συρμοί ολόκληροι με πρόβατα, σκυλιά, μουλάρια και άλογα. Εφτά οικογένειες κι ένα σωρό παιδιά. Τα παρατημένα κονάκια ζωντάνευαν και ο τόπος γέμιζε φωνές και βελάσματα, γέλια και κλάματα παιδιών. Ένα μελισσοβουητό κι ένα ατέλειωτο σύρε κι έλα, ξύπναγαν τον τόπο απ' τον καλοκαιρινό του ύπνο. Το νοικοκύρεμα απαιτούσε πολύ δουλειά. Έπρεπε να καθαριστούν τα καλύβια και ο γύρω χώρος, να συντηρηθούν τα μαντριά, να επισκευαστούν όλα τα χρειαζούμενα, οι φούρνοι, τα κοτέτσια και πρώτα τα κονάκια, τα σκονισμένα από το καλοκαίρι και την εξάμηνη εγκατάλειψη. Αυτό ήταν μέριμνα των γυναικών. Το πρόβλημά τους μεγάλο. Καλός ο τόπος για χειμαδιό μα το νερό μακριά. Ένα καραβάνι από άλογα ξεκινούσε χαράματα για τις βρύσες, τρία χιλιόμετρα μακριά. Στα άλογα φορτωμένα δοχεία μεγάλα που χρησιμοποιούσαν για το γάλα. Είχαν ιδιαίτερη κατασκευή, που ήταν χρηστική για την φόρτωση και μεταφορά με τα ζώα, αφού η μια πλευρά τους ήταν κοίλη και η άλλη επίπεδη για να ακουμπάνε στο σαμάρι του ζώου. Δυο τρεις γυναίκες συνόδευαν τα άλογα που όταν έφταναν στη βρύση, ποτίζονταν και βοσκούσαν στο βαρικό, ώσπου ένα ένα να γεμιστούν τα δοχεία χωρίς να ξεφορτωθούν ζυγώνοντας στη βρύση. Μετά έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής. 
Άλλο καραβάνι με άλογα που τα ακολουθούσαν άντρες και γυναίκες γύριζε κι αυτό πριν ακόμα σφίξει η φθινοπωρινή ζέστη, από το ρέμα της λιοφάτεζας φορτωμένο με ψιλοκάλαμο που ήταν απαραίτητο για το σιάξιμο των καλυβιών και των μαντριών. Όλα θα γίνονταν όπως έπρεπε για το ξεχείμασμα. Και τα παιδιά έπρεπε να μάθουν γράμματα. Οχτώ χιλιόμετρα μακριά το σχολείο μέχρι τα Δρίτσα. Φροντισμένα και περιποιημένα, έρχονταν χαρούμενα μετά από τόσο δρόμο να συναντήσουν στο σχολείο τα αρβανιτόπουλα τους φίλους από τα προηγούμενα χρόνια και σαν τελείωνε το μάθημα έπαιρναν το κολατσιό στη μεγάλη βελανιδιά και ξεκινούσαν για τον δίωρο γυρισμό. 
Σύντομα ερχόταν ο χειμώνας και τα πράγματα γίνονταν δύσκολα για τους μικρούς μαθητές. Οι βροχές λάσπωναν τους δρόμους που καταντούσαν ένα μαρτύριο για τους πεζοπόρους. Έτσι, γεμάτοι λάκκους με νερά, λάσπη ζυμωμένη από τα ζώα και τα κάρα. Τα παπουτσάκια των παιδιών γίνονταν ασήκωτα και οι μάλλινες κάλτσες μουσκεύονταν ως τα γόνατα από τα χορτάρια στα χαντάκια. Σαν έφταναν στο σχολείο έβγαζαν τα βρεγμένα και τα γυμνά πόδια ήταν κατακόκκινα από το κρύο. Πώς να ζεσταθούν σε ένα σχολείο δίχως θέρμανση; Όπου οι εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες ήταν ίδιες; Όμως όλα αυτά τα παιδιά ήταν καλοί μαθητές και όλα πρόκοψαν. Πτυχιούχοι επιστήμονες, καλοί επαγγελματίες, άλλαξαν τη νομαδική ζωή με τη σύγχρονη. Καλώς ή κακώς δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Νοσταλγούμε το παρελθόν, αλλά πασχίζουμε για το παρόν και το μέλλον. 

Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε ξαφνικά με τον Γιάννη και αφού ήπιαμε τον καφέ μας με κάλεσε κοντά στο στέκι που έφτιαξε μόνος του. Για το μεράκι του και για φίλους μόνο. Ένα καλύβι παραδοσιακό Σαρακατσανέϊκο πρόβαλε ξαφνικά μέσα από τα πεύκα. Όμορφο, καθαρό στολίδι του χώρου σαν πέτρα χρωματιστή σε ασημικό. Τα πεύκα καμάρωναν για το κονάκι και το κονάκι για τα πεύκα που το τριγύριζαν. Ένα κομμάτι ζωντανό μιας παλιάς ζωής, ένας χώρος να σου ξυπνάει τόσες θύμησες. 'Ανοιξε η πόρτα και όλα με συνεπήραν. Πήγα πίσω, πολύ πίσω. Πενήντα χρόνια και... Ό,τι παλιό, ό,τι δικό τους, ό,τι ξεχασμένο ήταν εκεί, βαλμένο στη θέση του, απλά, διακριτικά, σε απόλυτη αρμονία με αυτό το σχετικά μικρό για τόσα πράγματα χώρο. Το άνοιγμα της πόρτας συνόδεψε μια μελωδία από μια αρμαθιά από κουδούνια και κυπριά, τσοκάνια, μπιπίκες. Όλα τα μεγέθη των κουδουνιών και των γιδοκούδουνων έστελναν αυτήν την μελωδία που σε πήγαινε πάνω στα βουνά, στις βοσκές, στα αντιλαλίσματα. Πώς να συμμαζέψεις το νου σου;  Μπρος στα μάτια σου ένας άλλος κόσμος ξεχασμένος. Κρεβάτια στρωμένα στα μάλλινα, κάπες κρεμασμένες, γκλίτσες, ρόκες, αδράχτια, τυροκομικά εργαλεία, ο, τι χρειαζούμενο ήταν εκεί, καθαρό και βολεμένο. Τα παιδικά χειροποίητα παιχνίδια, ξύλινα, παραδοσιακά, φτιαγμένα από την αγάπη των γονιών και των παππούδων για την ευχαρίστηση των παιδιών.
Στους τοίχους γύρω φωτογραφίες παλιές, γνώριμα πρόσωπα τα πιο πολλά για μένα. Οι γέροι βλάχοι μεγαλόπρεποι, με τα μαύρα κουστούμια και τα τσαρούχια και τα φέσια. Οικογενειακές και φωτογραφίες των παιδιών που τώρα πια είναι μεγάλοι και σκορπισμένοι κάθε ένας στον τόπο του και τα κορίτσια παντρεύτηκαν, άνοιξαν σπίτια στα χωριά, άλλαξε η ζωή τους. 
Χάθηκαν τα γέλια από τα κονάκια. Χάθηκαν τα σφυρίγματα, χάθηκαν τα τραγούδια στις κορφούλες. Αχ μωρή Βασίλω του τσέλιγκα δεν ακούγεσαι πια! Σώπασαν τα βουνά κι έχω βαθιά, πικρή ανάμνηση τον θρήνο, το μοιρολόι της Αριστείδαινας για τον χαμό του Μήτρου, του πρωτογιού της, του φίλου και συμμαθητή μου. Χάλασε ο θρήνος τον τόπο ώσπου τον ένιωσαν οι βράχοι, οι ράχες, τα πεύκα, οι βρύσες... 

Ήρθε το τέλος. Οι φαμελιές σκορπίστηκαν και μετακόμισαν στα χωριά. Τα παιδιά πήραν το καθένα τον δρόμο του μα οι γέροι και οι γριές νιώσανε στα γερατιά τους τη φυλακή της αυλής, μακριά από τη φύση και τα ζώα που ήταν το άλλο μισό τους. Για όλους άλλαξε η ζωή μα για μας, η συμπόρευση με τους βλάχους τα χρόνια εκείνα, δεν πέρασε στη λήθη. Δε ξεχνιούνται τα παιδικά Χριστούγεννα που πριν φτάσουμε στην εκκλησία, είχαν κιόλας έρθει από τα κονάκια μανάδες με ένα σωρό παιδιά. Τα άλογα δεμένα γύρω, με τα σαμάρια σκεπασμένα με φλοκάτες περίμεναν. Έπρεπε να τελειώσει η λειτουργία, να κοινωνήσουν, να χαιρετήσουν, να ανταλλάξουν ευχές με τους ντόπιους και να καλέσουν τον παπά να επισκεφθεί τα κονάκια και να κάνει τον μεγάλο αγιασμό των Θεοφανίων, να ευλογήσει ανθρώπους και ζωντανά. 
Τίποτα δε ξεχνιέται! Μόνο χρειάζεται να βρεθεί ο Γιάννης να σε πάει στο κονάκι, να τα θυμηθείς ξαφνικά όλα!



Μάκης Κυριάκου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...