Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Η καταιγίδα




     Τα σύννεφα ήρθαν από τα δυτικά και πολύ γρήγορα γέμισαν απ' άκρη σ' άκρη τον ουρανό. Μαύρα, βαριά, απειλητικά. Άστραφτε στο βάθος, ενώ άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα μακρινά μπουμπουνητά. Προκαταιγίδιος άνεμος έφτασε στο χωριό, σηκώνοντας σκόνη και κάνοντας τα φύλλα των δέντρων να ανατριχιάσουν θροϊζοντας ζωηρά. Μυρωδιά βροχής απλώθηκε ξαφνικά παντού. Στεκόμουν μονάχος στην αυλή του σπιτιού μας και κοιτούσα με δέος αυτήν την ξαφνική μεταμόρφωση. Πριν λίγη ώρα ο ουρανός ήταν καταγάλανος και τίποτα δεν έδειχνε πως θα ερχόταν μπόρα. Μα τώρα πάλευαν γύρω στοιχειά. Παρ' ότι δωδεκαετής, κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα λεπτών να αρχίσει η ανοιξιάτικη καταιγίδα. 
Και δεν έπρεπε να χάσω καθόλου καιρό...

      Εκείνα τα χρόνια, κάθε σπίτι στο χωριό κρατούσε λίγα ζωντανά για ιδία χρήση. Έτσι και οι δικοί μου γονείς.  Τα είχαμε σε μια αποθήκη στην πίσω αυλή, αλλά τις καλές ημέρες του χειμώνα και κυρίως την Άνοιξη, η μάνα τα πήγαινε κάθε πρωί να βοσκήσουν χλωρό χορτάρι ''στο μαντρί'' σε ένα κτήμα μας στα ριζά του βουνού, ένα τέταρτο περίπου ποδαρόδρομο από το χωριό. Το λέγαμε μαντρί γιατί εκεί είχαν παλαιότερα οι παππούδες μου τα κοπάδια και τα μαντριά τους. Θαυμάσιο τοπίο!  Έδενε λοιπόν η μάνα την παλαιότερη προβατίνα σε ένα παλούκι και τα υπόλοιπα έβοσκαν ήσυχα τριγύρω όλη την ημέρα. Κάθε απόγευμα όμως, ήταν δική μου ευθύνη να φέρω τα ζωντανά στο χωριό. Δεν ήταν δα και τίποτα δύσκολο. Έβγαζα το παλούκι της αρχηγού από το χώμα και εκείνα γνωρίζοντας τον δρόμο κατηφόριζαν ήσυχα στο χωριό, έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, ξεδιψούσαν στη γούρνα της βρύσης και ύστερα έμπαιναν μόνα τους στην αποθήκη να ξεκουραστούν και να περάσουν τη νύχτα. Την άλλη μέρα τα ίδια. Αλλά η αποκλειστική ευθύνη της επιστροφής τους, βάραινε πάντα εμένα! Γιατί συνήθως οι γονείς μου έλειπαν στα χωράφια και επέστρεφαν αργά -πολλές φορές νύχτα- στο σπίτι. Όπως έλειπαν σήμερα. Και γω δεν έπρεπε να χάσω άλλο καιρό, μα να φέρω τα ζωντανά πίσω πριν ξεσπάσει η μπόρα.

     Βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω δυτικά προς την άκρη του χωριού. Ο αέρας όσο πήγαινε δυνάμωνε και κάποιες νοικοκυρές είχαν βγει να μαζέψουν βιαστικά τα ρούχα από τις απλώστρες και να σφαλίσουν τα παντζούρια που χτυπούσαν από δω κι από κει.  Άκουγα τα τρελά τιτιβίσματα των πουλιών που έτρεχαν να κρυφτούν στις φωλιές τους κι  έβλεπα κάμποσους σκύλους να γαυγίζουν δειλά με κατεβασμένη ουρά, κοιτάζοντας αμήχανα τριγύρω. Ο άνεμος παρέσυρε χαρτιά και σκόνη και τα στροβίλιζε ψηλά. Έτρεχα... 
Φτάνοντας όμως στην άκρη του χωριού, σα να σταμάτησαν ξαφνικά όλα. Και ο άνεμος και η βουή των δέντρων και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Ήταν τα ελάχιστα εκείνα δευτερόλεπτα της σιωπής, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Ο ουρανός είχε μαυρίσει τόσο πολύ και έμοιαζε τόσο βαρύς, που σχεδόν άγγιζε το χώμα. Στάθηκα και απόμεινα να κοιτάζω τριγύρω την ξαφνική και απόκοσμη ησυχία. Το τρομερό σκοτείνιασμα. Σα να ακινητοποιήθηκε ξαφνικά ο χρόνος. Δε σάλευε και δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Μονάχα πολλά χρόνια αργότερα, όταν διάβασα την ''Έγκωμη'' του Σεφέρη και το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβ εκεί ακριβώς που περιγράφει τη γέννηση του Χριστού και όλα γύρω παγώνουν, βρήκα πάλι ένα τόσο ακινητοποιημένο συναίσθημα. Σα  να βρισκόμουν ακριβώς στο σύνορο δύο κόσμων. Πίσω το χωριό. Η ασφάλεια. Μπροστά το μαύρο, το άγνωστο, η καταιγίδα. Μια φωνή μου έλεγε να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου. Η άλλη να συνεχίσω μπροστά. Είχα χρέος και ευθύνη να φέρω τα ζωντανά μας πίσω. Δεν ήθελα να πέσω στα μάτια των γονιών μου. Ήταν δική μου δουλειά αυτή και έπρεπε να γίνει. Είχα μονάχα έναν δρόμο. Μπροστά! Την ίδια στιγμή αραιές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν τριγύρω. Ήταν τόσο χοντρές, που άκουγα την καθεμιά καθώς έπεφτε στο χώμα. Όμως δεν υπήρχε γυρισμός. Άρχισα πάλι να τρέχω μπροστά, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα οι στάλες πύκνωσαν και ξέσπασε η καταιγίδα. Η χειρότερη καταιγίδα που είχα δει στη ζωή μου! Μέχρι σήμερα ακόμη, που περιγράφω αυτό το γεγονός σαράντα χρόνια μετά, δε θυμάμαι να ξανάζησα τέτοια καταιγίδα. Ποτάμια νερού άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, τόσο που μέσα σε δύο λεπτά είχα βραχεί μέχρι το κόκαλο. Συνέχιζα όμως να τρέχω μην έχοντας σχεδόν καθόλου ορατότητα, σα να διέσχιζα με δυσκολία έναν συνεχόμενο και διαρκή καταρράκτη. Την απίστευτη σκοτεινιά, διέκοπταν κάθε τόσο αστραπές και ανατριχιαστικά μπουμπουνητά λες και έτριζε η γη. Ο πρώτος κεραυνός έπεσε λίγα μέτρα μακριά μου, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Τρομοκρατήθηκα αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Δεν περπατούσα πια πάνω στο χώμα, αλλά τσαλαβουτούσα πάνω σε ένα ρηχό ποτάμι, αφού όλα τα νερά που έρχονταν από τις πλαγιές του βουνού είχαν βγει στον χωμάτινο δρόμο. Βρισκόμουν ξαφνικά σε έναν άλλον κόσμο. Όλα τα στοιχεία της φύσης μαίνονταν γύρω μου και γω δεν ήμουν παρά ένα μικρό πουλί παγιδευμένο στην καταιγίδα. Τώρα πια δεν μπορούσα να ξεφύγω. Έπρεπε όμως πάση θυσία να φτάσω στις συκιές. Αυτές ήταν το σύνορο που θα με προσανατόλιζαν. Ήταν δίπλα στον δρόμο και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μονοπάτι που έκανε γωνία ενενήντα μοιρών και οδηγούσε στο κτήμα μας, ακριβώς στα ριζά του βουνού. Οι αστραπές, οι βροντές και οι κεραυνοί άρχισαν να πυκνώνουν.  Μα κάποτε διέκρινα μπροστά τον σκούρο όγκο από τις συκιές. Δεν είχαν ανθίσει ακόμη καλά, αλλά στάθηκα κάτω από μία για να καλυφθώ λίγο από την καταιγίδα και να πάρω μιαν ανάσα. Μάταια. Έτσι κι αλλιώς είχα γίνει μουσκίδι.  Ένας κεραυνός έπεσε πενήντα μέτρα περίπου μακριά. Τρομοκρατήθηκα. Όχι κάτω από δέντρα! Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση είναι να καθίσεις κάτω από δέντρα! Και τόξερα. Έφυγα γρήγορα από κει κι άρχισα να ανηφορίζω το μονοπάτι. Επιστράτευσα και τη παραμικρή σκέψη που θα μπορούσε να με βοηθήσει. Οι κεραυνοί έπεφταν παντού γύρω ακατάπαυστα. Στο μάθημα της φυσικής στο δημοτικό είχαμε μάθει πως το ξύλο είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού. Καθώς προχωρούσα διέκρινα κάτω ένα κομμάτι ξύλο. Ήταν βρεμένο αλλά το πήρα στο χέρι μου. Τώρα πια ξέρω πως ήταν μια ανόητη κίνηση. Αυτό το μικρό κομμάτι βρεμένου ξύλου δεν είχε την παραμικρή δύναμη να με προστατέψει από κανέναν κεραυνό, αλλά τότε έδρασε λυτρωτικά πάνω μου. Κρατώντας το σφιχτά στη μικρή μου χούφτα και πιστεύοντας πως με προστατεύει, άντλησα από μέσα μου τρομερή δύναμη σα να ήμουν κάτω από την ομπρέλα του καλύτερου αλεξικέραυνου. Πλησίασα τόσο, που άκουγα πια τα σπαρακτικά βελάσματα των ζώων που καλούσαν σε βοήθεια. Άρχισα να φωνάζω για να με ακούσουν ώστε να πάρουν και αυτά δύναμη. Μια αστραπή φώτισε το τοπίο. Μέσα στο πράσινο λιβάδι διέκρινα αχνά τα ζωντανά μας.  Έδειχναν τρομοκρατημένα. Η αρχηγός έτρεχε γύρω από το σχοινί της αλλά μη μπορώντας να απελευθερωθεί βέλαζε απεγνωσμένα. Τα υπόλοιπα έτρεχαν κι αυτά ξοπίσω της. Μονάχα ο Τούρκος ακούγοντας τη φωνή μου ξέκοψε λίγο από τα άλλα και στάθηκε βελάζοντας συνεχώς, κοιτάζοντας προς το μέρος μου. Ο Τούρκος ήταν ένα ζυγούρι που είχα δεθεί πολύ μαζί του. Από τότε που ήταν μικρό παίζαμε μεταξύ μας. Παλεύαμε, κυνηγιόμασταν μέσα στα σπαρτά κι ακόμη εκείνο με είχε μυήσει στο αγαπημένο παιχνίδι όλων των μικρών κριαριών. Παίρναμε φόρα και μετά τρέχαμε ο ένας πάνω στον άλλον τάχα να συγκρουστούμε. Την τελευταία όμως στιγμή, εγώ σηκωνόμουν το έπιανα από το μαλλί και προσπαθούσα να το αναποδογυρίσω πάνω στα γρασίδια και τα αγριολούλουδα. Τουλάχιστον παλαιότερα. Γιατί τελευταία ο Τούρκος είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσα να τον κάνω ζάφτι. Τον είχα ονομάσει Τούρκο γιατί ήταν πείσμων και δεν τόβαζε κάτω με τίποτα. Ήθελε συνέχεια να νικά. Όποτε με έβλεπε λοιπόν, έτρεχε πάνω μου να παίξουμε. Σήμερα όμως ήταν όλα διαφορετικά. Τρομοκρατημένος κι αυτός από την καταιγίδα, τα μπουμπουνητά και τους κεραυνούς, ακούγοντας τις φωνές μου ξέκοψε από τα υπόλοιπα κι άρχισε βελάζοντας να με ψάχνει ερχόμενος σιγά σιγά προς το μέρος μου. 
"Τούρκο!'' φώναξα.

     Τότε ακριβώς έγινε μεγαλύτερο το κακό. Βρισκόμουν πια στην πλαγιά του βουνού και ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν απανωτοί κεραυνοί. Ήταν μία κόλαση και γω παγιδευμένος μέσα της. Τώρα πια κινδύνευε η ζωή μου πραγματικά. Και τόξερα. Ήμουν στο έλεος απίστευτων δυνάμεων, εγώ ένα μικρό αδύνατο παιδί δώδεκα μόλις ετών. Έφτανε μια ηλεκτρική εκκένωση από τις τόσες που έπεφταν γύρω για να με απανθρακώσει για πάντα. Βαστώντας ακόμη στο χέρι μου το βρεγμένο ξύλο, βρήκα καταφύγιο στη ρίζα μιας ελιάς. Εκεί ζάρωσα κι ας ήξερα πως ήταν λάθος να βρίσκομαι κάτω από δέντρο. Ήταν η μοναδική στιγμή που σκέφτηκα να εγκαταλείψω. Το σπίτι, η μάνα, ο πατέρας ήταν πρόσωπα πολύ μακρινά πια, που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Σα να μην ανήκα σ' αυτούς τώρα,  αλλά σε δυνάμεις ανώτερες. Βρισκόμουν στο έλεός τους. Ζαρωμένος σε εμβρυακή στάση στη ρίζα της ελιάς με κλειστά μάτια και ενώ γύρω γινόταν χαλασμός, άρχισα να λέω το ''πάτερ ημών''. Ένας εκκωφαντικός κρότος αρκετά κοντά, με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Είδα τον Τούρκο να πέφτει  στο έδαφος και τα υπόλοιπα πρόβατα να σκορπίζουν τριγύρω βελάζοντας. Πέταξα το ξύλο από τα χέρια μου και έτρεξα στο πεσμένο ζώο. Ήταν ακίνητο με ανοιχτά τα μάτια και δε σάλευε. Το έπιασα από το μαλλί και άρχισα να το ταρακουνώ...
''Τούρκο! Τούρκο!'' 
     Το ζυγούρι παρέμενε ακίνητο με τα πόδια τεντωμένα. Το γράπωσα από το μαλλί του στήθους καλύτερα και συνέχισα να το ταρακουνώ με όση δύναμη είχα, ενώ δάκρυα άρχισαν να ρέουν μαζί με τη βροχή στα μάγουλά μου...
''Τούρκο! Σήκω Τούρκο!''
     Ξαφνικά το ζυγούρι σκίρτησε! Πήρε ανάσα, γύρισε λίγο και στάθηκε με διπλωμένα τα πόδια κοιτώντας με απορία τριγύρω σα να μην ήξερε πού βρισκόταν. Το τράβηξα από τα μαλλιά να σηκωθεί μα δεν τα κατάφερα. Ήταν όμως ζωντανό. Το άφησα και έτρεξα στην αρχηγό. Έβγαλα το παλούκι που ήταν δεμένη και εκείνη ελεύθερη πια άρχισε να κατηφορίζει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό τα υπόλοιπα είχαν μαζευτεί πίσω της κι έτρεχαν όλα μαζί προς το χωριό. Επέστρεψα στον Τούρκο που παρέμενε ακόμη ζαλισμένος και του έριξα μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά. Σηκώθηκε. Η δεύτερη κλωτσιά τον συνέφερε για τα καλά. Αφού προσανατολίστηκε επιτέλους, αρχισε να τρέχει βελάζοντας στην κατηφόρα για να προλάβει τα άλλα.
     Όταν μπήκα στο σπίτι είχαν επιστρέψει και οι δικοί μου, αλλά είχαν προλάβει να βγάλουν τα βρεμένα τους ρούχα και να αλλάξουν. Η καταιγίδα και οι βροντές συνέχιζαν. Ο πατέρας έπινε ήσυχος τσάι και η μάνα άναβε το καντήλι κάνοντας μπροστά στις εικόνες τον σταυρό της. Μόλις με είδε έπεσε πάνω μου να με σκουπίσει με πετσέτες και να με αλλάξει. Ποτέ δεν τους είπα τι τράβηξα σ' αυτήν την καταιγίδα. Oύτε με ρώτησαν. Είχα κάνει απλά τη δουλειά μου. Τίποτα περισσότερο...



Γιώργος Πύργαρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...