Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Η Ψάθα-Μάκη Κυριάκου και καπετάν Γιάννη


Η ''Ψάθα'' είναι ένα προφορικό διήγημα που πήγαινε από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα. Η ιστορία ακουγόταν στα καφενεία των χωριών της Βοιωτίας, από άντρες μερακλήδες. Είναι πολύ πιθανόν να είχε ξεπηδήσει από τις αρβανίτικες κοινωνίες των Βιλίων ή των Ερυθρών (Κριεκουκίου), αλλά κατάφερε να εξαπλωθεί τελικά σε όλη τη Βοιωτία, ίσως και στα περίχωρα των Αθηνών, ιδίως στα μέρη που υπήρχε αρβανίτικο στοιχείο. Τα τελευταία χρόνια όμως -και μιλώ για την τελευταία πενταετία- δύο διαφορετικοί συγγραφείς που δε γνώριζε ο ένας τη δουλειά του άλλου, ο Μάκης Κυριάκου και ο καπετάν Γιάννης απέδωσαν  αυτήν την ιστορία γραπτώς. Ο καθείς με τον τρόπο του, διατηρώντας βέβαια το στέλεχος της προφορικής ιστορίας. 
Είναι πολύ ενδιαφέρον λοιπόν να παρακολουθήσουμε τη γραπτή απόδοση αυτής της παραδοσιακής ιστορίας, από δύο διαφορετικούς συγγραφείς. Θα αρχίσουμε από τον Μάκη Κυριάκου ως μεγαλύτερο σε ηλικία και μετά θα διαβάσουμε πώς την απέδωσε ο καπετάν Γιάννης...



Η ''Ψάθα'' από τον Μάκη Κυριάκου...





Γεράματα και φτώχεια δεν ήταν σίγουρα ό, τι καλύτερο για τον γέρο και τη γριά. Τα γεράματα συνεπήραν και τον γάιδαρο, το τρίτο μέλος της οικογένειας. Χωρίς πολλά κουράγια ο γέρος και ο γάιδαρος πάσχιζαν να φέρουν στο σπίτι τα απαιτούμενα. Αλλά τα χρόνια πολλά και άντε να εξοικονομήσεις τα χρειαζούμενα, να βγάλεις τον χειμώνα πέρα. Λίγο το στάρι, λίγο το λάδι, λίγο και το άχυρο για το γαϊδούρι και ο χειμώνας μπροστά. Και το φθινόπωρο ο γέρος έπαιρνε τον γάιδαρο να φέρει από τα ριζά κανένα φόρτωμα πουρνάρια για τη φωτιά. Ατάιστος ο γάιδαρος όσο φιλότιμο και αν είχε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί  στις προσταγές και τις επικλήσεις του γέρου. Έμεινε και δεν έκανε βήμα. Τι τον παρακάλεσε, τι τον χάιδεψε, τι τον βλαστήμησε ο γέρος, τίποτα ο γάιδαρος. Γαϊδουρινό κεφάλι. Ξεφόρτωσε ο γέρος και γύρισε στο σπίτι πικραμένος. Κάθισε στο πεζούλι, άναψε ένα τσιγάρο. 
''Ως εδώ ήτανε γριά! Δεν πάει άλλο, γέρασε το έρημο...'' λέει και στο μυαλό του μπήκε κακιά ιδέα. Δεν κοιτούσε καθόλου τη γριά.
''... Θα το πάω στη Κιάφα και θα του δώσω μια σπρωξιά να πέσει στο γκρεμό να συχάσει και αυτό και εμείς μέχρι να έρθει η σειρά μας να ψοφήσουμε...''
Έφτυσε το τσιγάρο και ούτε που κοίταξε τη γριά που άκουγε με γουρλωμένα μάτια και δεν πίστευε στ' αυτιά της.
''Θεό δεν έχεις ρε...'' του λέει με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση ''Στο γκρεμό θα ρίξεις το γαϊδούρι; Ποιος μας έφερνε τόσα χρόνια ρε; Ποιος μας τάιζε; Ποιος μας δούλευε ρε; Την ξέχασες την κατοχή; Όλοι μαζί την περάσαμε. Και τώρα σου βαστάει η ψυχή να το σκοτώσεις το ζωντανό; Να μη σε δω στα μάτια μου! Ακούς εκεί θα το σκοτώσω!''
Μπαρούτι η γριά, τσιμουδιά ο γέρος. Ούτε ξαναμίλησαν, ούτε κοιτάχτηκαν όλο το βράδυ. 
Την άλλη μέρα, παίρνει ο γέρος τον γάιδαρο από το καπίστρι και τράβηξε κατά το Γερμενό να δει τις ελιές και να μη βλέπει τη γριά που είχε τουρκέψει από το κακό της. Ούτε καβάλα δεν ανέβηκε. Τον συμπόνεσε τον γάιδαρο μετά τα όσα άκουσε από τη γριά. Σαν έφτασε στο προσήλι, έκατσε άναψε τσιγάρο και κάθισε σε μια πέτρα. Κρατούσε το σχοινί και σκεφτόταν πόσα πέρασαν μαζί. Ιδρώτες, λιοπύρια, κρύα, λάσπες, δυστυχίες, γεράματα. Μόνοι στο τέλος της ζωής και τούφυγε ένα δάκρυ. Καθώς κοιτούσε απέναντι, σηκώθηκε...
''Θα σε πάω πέρα στη Ψάθα που έχει βαρικό και χορτάρι κι όσο θέλεις ζήσε, να μη σε πάρω στο λαιμό μου κακομοίρη!'' μίλησε στον γάιδαρο. 
Τον πήγε, τον άφησε στη Ψάθα, γύρισε στο χωριό κι ούτε απολογήθηκε στη γριά, ούτε ξανάπιασαν κουβέντα. 

Βαρύς ο χειμώνας και η μοναξιά βαρύτερη. Έλειπε βλέπεις ο γάιδαρος από το σπίτι. Ούτε τάισμα, ούτε πότισμα, ούτε γκάρισμα. Η καθημερινή ζωή άλλαξε και η πίκρα και η μοναξιά τους μαράζωνε. Μαλάκωσε όμως ο καιρός και του γέρου η περιέργεια μεγάλωνε. Τι να απόγινε το έρμο το χαϊβάνι; Θα άντεξε το κρύο; Μην τόκοψαν τα τσακάλια; Μαύρη η τύχη του. Έβγαινε ο Απρίλης και ο γέρος δε βαστιόταν. 
''Να μπει η πρωτομαγιά'' λέει στη γριά ''και θα πάω πίσω να δω τις ελιές! Να δούμε, θα έχουν φέτος άνθος;''
Γι' αυτό που τον έτρωγε, ούτε λέξη!
Όταν ήρθε η ώρα σηκώθηκε, πήρε το βουνό. Γέρνοντας στο πίσω μέρος το μάτι του πετούσε εδώ κι εκεί, δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας τη γνώριμη σιλουέτα. Μα και αυτά με  τα χρόνια έχασαν το φως και του έπαιζαν παιχνίδια. 
''Γκαβώθηκαν τα στραβά!'' μονολογούσε και παράδερνε πότε στις αγριελιές, πότε στα σκίνα. Σχεδόν κατρακυλούσε. Έφτασε στη θάλασσα και έσκυψε να βρέξει το κεφάλι του. Ο ήλιος είχε ανέβει και η ζέστη τον έκαψε απέξω. Γιατί από μέσα, άλλη φωτιά. Λαύρα τον έκαιγε η περιέργεια και μια κρυφή επιθυμία να συναντήσει τον φίλο του. Τον σύντροφο της ζωής του. Τον κολλητό στις ανάγκες και τις δυστυχίες. Σκεφτόταν και προχωρούσε. Έφτασε χωρίς να το καταλάβει στη ράχη και ξαφνικά... Άλλο και τούτο! Ετούτο ήταν που δεν περίμενε. Μωρέ καλά τον έθρεψε το γρασίδι, καλά τον έβγαλε τον χειμώνα, αλλά και καβάλα στη γαϊδάρα, αυτό παραείναι!
''Να πάρτα ψοφίμι!'' το μούτζωσε ''κι εγώ πέρναγα το φαρμάκι όλο το χειμώνα!''
Γύρισε να φύγει και κάτω από το μουστάκι του φώλιασε ένα περίεργο χαμόγελο. Στο σπίτι όλος χαρά το και το στη γριά. Περίμενε να χαρεί και αυτή να γελάσει λίγο μα εκείνη δε γέλασε, δε χάρηκε. Τον κοίταξε περίεργα και...
''Αιντε γέρο κάνα μήνα και συ στη Ψάθα και έλα. Δουλειές δεν έχουμε!''
''Μπα τρομάρα σου γριά, σούφυγε και σένα το μυαλό!'' και ξεκαρδίστηκαν...


Μάκης Κυριάκου




Η ''Ψάθα'' από τον καπετάν Γιάννη...





Ο μπάρμπας, ήτανε σκάρτα εξήντα ακόμα, μα την εποχή μετά τον πόλεμο οι άντρες γερνούσαν μετά τα σαράντα. Η έτσι έδειχναν τολάιστο. Μα ακόμα πιο σίγουρα οι νέοι που έβραζε το αίμα τους, τους θεωρούσαν γέρους. Και τους προσφωνούσαν μπαρμπάδες. Κι όχι μόνον από τα γηρατειά που θύμιζε το κυρτωμένο σαν ξερομαχισμένη ντούγα καλούπι τους. Μα κι από σεβασμό προς την ηλικία. Υπήρχε σεβασμός των μικρότερων προς τους μεγαλύτερους κάποτε. Κι ακόμα, μπάρμπα έλεγες τον θείο σου. Ή τον μακρινότερο συγγενή σου.
Ο μπάρμπας λοιπόν, είχε γυρίσει από το σβάρνισμα.Ήτανε τέλια Νοέμβρη κάπου τη δεκαετία του 60. Τούτο το φθινόπωρο ήτανε γλυκό. Είχε κάνει ο Σεπτέμβρης γερά πρωτοβρόχια, είχε μουλιάσει για τα καλά τη γης. Και ύστερα με τις όψιμες ζέστες, η φλούδα της πήρε να στεγνώνει κομμάτι, κι οι ζευγάδες ρίχτηκαν στον κάμπο. Με μουλάρια, με άλογα, με καματερά, εδώ κι εκεί και κάνα τρακτέρ, με ότι είχε ο καθένας τελοσπάντων. Συναγερμός στον κάμπο. Η γης οργώθηκε μαύρισε ο κάμπος κι ύστερα κατά τα τέλη Οκτώβρη, πήρε πάλι μια τρούμπα βροχή και τα ζα ρίχτηκαν στη σπορά. Πιο εύκολα τώρα, ρίχνανε οι σπάρτες με τις ποδιές τον καρπό κι από πίσω το ζευγάρι τα ζα αυλάκωνε τη δουλεμένη από το όργωμα γης, πάνω πάνω την πέτσα ίσα-ίσα να σκεπάζεται ο σπόρος. Και μετά ένα ελαφρύ σβάρνισμα και νέτα.
Ο μπάρμπας είχε τελέψει ότι είχε να κάνει και ήταν έτοιμος για να ξεχειμωνιάσει. Ο καιρός έδειχνε σημάδια βροχής, που είχαν ανάγκη τα σπαρτά τώρα. Ο Κιθαιρώνας είχε ρίξει κατσιούλα ίσα κατά το Πόρτο Γερμανό. Ήτανε σημάδι τρανό. Σε δυο τρείς μέρες η βροχή θάταν εδώ. Ήδη την έσπρωχνε ο Σιρόκος από την Αραπιά. Του τόχε δείξει ο παππούς του το σημάδι της βροχής. Και δεν τον είχε γελάσει ποτές. Ο μπάρμπας χαμογέλασε αχνά καθώς σκέφτηκε τις βροχερές χειμωνιάτικες μέρες. Αραλίκι, καφενείο, τάβλι και δηλωτή με τους συντοπίτες, καλαμπούρι, κι ύστερα στο κονάκι, καλομαγειρεμένο φαί, φρέσκια αψιά μουστιά από το γιοματάρι, και μετά, με γεμάτη την κοιλιά και το κεφάλι, στην παχιά φλοκάτα μπρος στην πυρά του τζακιού, παιχνίδια και βαρελάκια με την κυρά του. Ας τον έλεγαν τα νιάτα μπάρμπα. Κοντά στα εξήντα, αυτός ένοιωθε ακόμα ακμαίος. Κι όπως ήταν και μονάχοι τους, τα παιδιά ξεσκολισμένα και σπουδαγμένα, γύρευαν την τύχη τους στην πρωτεύουσα, θα της θύμιζε τον καιρό που ήταν νιόβγαλτο ζευγαράκι. Γιατί ριγμένος όπως ήταν να μαζέψει τις δουλειές, την είχε παραμελημένη την κακομοίρα.
Ο μπάρμπας πάστρεψε τα ζα του, είχε έναν Καρά νιο άλογο κι έναν γέρικο Ψαρή.Τους έριξε στο παχνί να μασουλάνε μέχρι το πρωί. Πήρε το χερόβολο και τήραξε ψηλά τη στοιβανιά με τις θροφές. Ήτανε μπόλικια, αρκούσε μέχρι να ξαναθερίσει τα καινούργια σανά τον ερχόμενο Μάη. Μα μια σκέψη του τσίμπησε σα βελονιά την καρδιά. Όλη μέρα το σκεφτότανε και πάλι του ξανάρθε. Ο Καράς του ήτανε νιό άλογο κι όλο το ζόρι το τράβηξε φέτος ο Ψαρής. Κι ήταν μεγάλη δοκιμασία για το γέρικο, το σκληρά δουλεμένο ζο. Μα δεν γόγγυξε. Δεν του χρειάστηκε ποτέ το καμουτσίκι. Το φιλότιμο ζο, έριχνε κάτω το κεφάλι, τέντωνε τη λιμαριά και τα λουριά του, γεμάτο πληγές πολλές φορές από την τριβή της λιμαριάς στους ώμους και τραβούσε,τραβούσε ολόισια την αυλακιά.
-Χάιντε Ψαρή μου, απάνω λεβέντη μου, το γέρικο άλογο δε χαλάρωνε αν δεν έκλεινε η σποριά και δεν τελείωνε το χωράφι.
Ο Καράς του, μέχρι την άνοιξη που θα άρχισε να διβολίζει τα χωράφια για την σπορά των οσπρίων, θα ήταν ένα γερό λεβέντικο άλογο, έτοιμο για την πιο σκληρή δοκιμασία. Μα ο Ψαρής, δε θάβγαζε άλλη σεζόν. Τα ποδάρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν και στα ζόρια έβγαζε σωρό αφρούς από το στόμα του. Ο μπάρμπας είχε να σκεφτεί σοβαρά. Τόβλεπε καθαρά. Το γέρικο άλογο έπρεπε να αντικατασταθεί με ένα νεώτερο. Τζάμπα θάτρωγε το σανό και το κριθάρι όλο το χειμώνα. Θαπρεπε να πάρει νέο άλογο τώρα που οι δουλειές είχαν τελειώσει και οι τιμές ήταν πεσμένες. Την άνοιξη θα παίρναν πάλι πάνω. Ότι ήταν να γένει έπρεπε να γένει σύντομα. Μα θ'άκουγε και τη γνώμη της γυναικός του. Δεν έπαιρνε ποτέ απόφαση προτού ακούσει τη γνώμη της.
Ο σοφράς ήτανε στρωμένος μπροστά στο τζάκι, κι απάνω είχε όλα τα καλά του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ζεστή φασολάδα από ντόπια βραστερά φασόλια, κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα, ελιές θρούμπες , προπύρα με ζεστό βαρύ κίτρινο ψωμί, τουρσιά με μπόλικο ελαιόλαδο, γεμάτη η καράφα με το κρασί, και μια μυρωδιά από ψημένο σιμιγδάλι και κανέλα καραδοκούσε από τον μπουφέ της κουζίνας. Φρέσκο γλυκό. Ήτανε χρυσοχέρα η γυναίκα του. Και τού κανε μύριες περιποιήσεις σαν γυρνούσε κομμένος απ τη δουλειά.
-Πως τα πήγες νοικοκύρη σήμερα; Τέλεψες πια; Ήρθε ο καιρός να ξεκουραστείς κι εσύ;
-Όλα καλά γυναίκα. Και του Θεού τ'αρέσει. Οργωμένα, σπαρμένα σβαρνισμένα, όλα έτοιμα.
-Μα κάτι σε τρώγει εσένα, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Τον ήξερε. Ο μπάρμπας μπήκε αμέσως στο θέμα. Ήθελε να μοιραστεί τη στενοχώρια του με τη σύντροφό του. Να της πει την απόφασή του και ν'ακούσει τη γνώμη της.
-Να, είναι που θα πρέπει να δώσω στους κατσίβελους τον Ψαρή. Ότι είχε να δώσει μας τόδωσε. Φιλότιμο ζο και με το περιπλέον δε λέω. Μα δεν μπορώ να το ταΐζω βερεσέ. Αυτό δεν πρόκειται να ξαναμπεί στο ζευγάρι. Και θα μου σακατέψει και το άλλο μάλιστα.
-Στους κατσίβελους; Το σκέφτηκες καλά νοικοκύρη μου; Αυτοί θα το ζέψουνε νηστικό στα παλιάμαξά τους, θα το καμτσικώσουν μέχρι θανατά κι όταν πέσει χάμω θα το δώσουν στο τσίρκο ταγή στα θερία. Δεν έχεις Θεό κακομοίρη;
-Αν το δώσω στους κατσίβελους, ξέρω πολύ καλά την κατάληξή του, γι΄αυτό στεναχωριέμαι. Μα δεν μπορώ και να το ταΐζω βερεσέ. Θα πάρω άλλο ζο. Και οι θροφές δε φτάνουν για τρία.
-Το ζο αυτό, τόχουμε είκοσι χρόνια στη δούλεψή μας. Μας έζησε. Μας ανάστησε και μας σπούδασε τα παιδιά και τώρα...,κι η γυναίκα σκούπισε ένα χοντρό δάκρυ που κύλισε απ' τα μάτια της. Ο μπάρμπας αναρίγησε. Τρικύμισαν τα χείλη του και τούρθαν δάκρυα, μα θυμήθηκε ότι οι άνδρες δεν πρέπει να κλαίνε, τολάιστο μπροστά στις γυναίκες και κρατήθηκε.
-Δεν έχω άλλη επιλογή.
-Έχεις. Κι η γυναίκα τίναξε πίσω το κεφάλι της με την σκέψη που της κατέβηκε.
-Έχω; Ο μπάρμπας την κοίταξε κρεμασμένος από τα χείλη της.Τι έχω;
-Έχουμε κείνο το χτηματάκι με τις ελιές στο προσηλιακό πίσω στην Ψάθα δεν έχουμε; Ο μπάρμπας έξυσε την κεφάλα του. Η γυναίκα συνέχισε...
-Εκεί, δίπλα στη θάλασσα σπαρτά δεν έχει. Κανα χτήμα με λιόδεντρα μοναχά και καλαμιώνες. Θα το πας να το αμολήσεις εκεί κι όσο ζήσει. Εκεί ο χειμώνας είναι μαλακός, ζημιά δεν έχει που να κάνει, θα τρώει χλωρά καλάμια, θα πίνει απ' την πηγή που κατεβαίνει απ το βουνό κι όσο ζήσει βρε αδερφέ. Να πεθάνει ήρεμο. Απο γεράματα. Όχι από την πείνα κι από το καμουτσίκι του κατσίβελου. Κι ούτε να το φάνε τα θερία.
Ο μπάρμπας κοίταξε τρυφερά την σύντροφό του. Την είχε πάρει μικρή δεκαοχτάχρονη κι αυτός τριαντάρης. Ήταν όμορφη κι ακόμα τώρα. Κι είχε και γρήγορη σκέψη.
-Αύριο το ταχύ είπε, και γλάρωσε στη φλοκάτα.

..............................................................

Ο χειμώνας πέρασε βαρύς, με χιόνια μπόλικα και ξύλα στο τζάκι. Το αντρόγυνο καθόταν στη φωτιά και κουβέντιαζε για όλα. Για την καινούργια χρονιά που μπήκε, για τα παιδιά τους που δεν έλεγαν να νοικοκυρευτούν, για τα γεννήματα που θέριευαν μέρα τη μέρα, έπιαναν πάντα στην κουβέντα και το γέρικο άλογο.
-Τι λες νοικοκύρη; Θα τον έχει βγάλει το χειμώνα το κακόμοιρο;
-Ένας γείτονας που είχε κατέβει στην Ψάθα πριν απ τις γιορτές, μούπε πως το είδε. Αδύνατο κακομοιριασμένο μα ζούσε.
-Τι μου λες νοικοκύρη; Να κι ένα καλό νέο.
-Τον άλλο μήνα θα κατέβω να ιδώ τα λιόδεντρα μπας μας τα χάλασε ο περασμένος πάγος. Δεν πιστεύω να τάχει καταφερει με τις τελευταίες χιονιές,αλλά πάλι ποιός ξέρει;
Κι ο μπάρμπας, αρχάς Μαρτίου, σαμάρωσε τον Καρά και ροβόλησε κατά τη Ψάθα.
-Κι αν δε ζει, τήρα να ψάξεις να βρεις το κουφάρι και να το σκεπάσεις με χώμα, του φώναξε η γυναίκα απ την πεζούλα. Να μην το φάει ο τσάκαλος.
-Έννοια σου...


Πήρε να βραδιάζει και τα πέταλα του Καρά αντήχησαν στον μαχαλά. Η γυναίκα παράτησε το πλέξιμο και χύθηκε να τον υποδεχτεί.Το πρόσωπό του έλαμπε κι η γυναίκα στάθηκε ν' ακούσει τα νέα. Δεν ρώτησε για τα λιόδεντρα...
--Το άλογο; Ζει;
-Τι να σου πω μωρέ γυναίκα.Ζει; Μόνο ζει; Εκεί στην Ψάθα η βλάστηση είναι τριπλάσια από δω. Δεν ακούμπησε ο πάγος. Και τώρα είχε έναν καιρό θαυμάσιο και ο Ψαρής, που έχει φάει καλά κι έχει δυναμώσει, όχι μόνο ζει, μα είχε καβαλικέψει μια γλιτωμένη φοράδα και την πήδαγε κατά καπνού.
-Αυτό κι αν ήταν καλό νέο που μου είπες μωρέ νοικοκύρη, είπε ολόχαρη η γυναίκα. Ώστε πήδαγε κάργα ο Ψαρής;
-Φόρτσα!
-Βρε νοικοκύρη; Δεν πας κι εσύ να μείνεις κάνα δυο τρεις μήνες στη Ψάθα;
Και το αγαπημένο αντρόγυνο, αγκαλιασμένο και σκασμένο στα γέλια τράβηξε για το κονάκι του.


Καπετάν Γιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...