Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Σόγαμπρος-καπετάν Γιάννης

Η αλεπού ήταν πολύ πονηρή. Κουβαλούσε τη φήμη της πίσω από τη φουντωτή ουρά της. Και είχε κερδίσει τη φήμη επάξια. Κλέβοντας και ρημάζοντας τις κίτες των κοτετσιών, μα και τα πρώτα πρώτα μοσχάτα σταφύλια του Δεκαπενταύγουστου, πριν ο νοικοκύρης προλάβει να πάει να κόψει με το καλαθάκι του.
Ο Σόγαμπρος, ήταν κυρίως νέος καλής οικογένειας, εργατικός, έντιμος και ενεννηνταεννιά στις εκατό φορές μαλακός και πράος χαραχτήρας. Σόγαμπρος λεγόταν ο γαμπρός που έμπαινε εσωτερικός, σαν κολεγιόπαιδο, σε σπίτι μοναχοκόρης και γινόταν ο σύζυγός της. Συνήθως Σόγαμπρο έβαζαν τα σπίτια που είχαν μια κόρη και που είχαν νοικοκυριό, χωραφάκια αμπελάκια ή ζωντανά. Για να συνεχίσει το νοικοκυριό και να μην πάει χαμένη η δούλεψη του πεθερού. Επιλεγόταν δε βάσει αυστηρών κριτηρίων, ήπιος και μαλακός χαραχτήρας, διότι στο καινούργιο σπιτικό που θάμπαινε νοικοκύρης, δεν θάκανε κουμάντο. Κουμάντο έκανε ο πεθερός, δεύτερη στην ιεραρχία η πεθερά και τρίτη η νύφη. Εδώ ίσχυε το ''Νύφη όχι όπως ήξερες, μα όπως βρήκες''. Με την αλλαγή μόνον του φύλου στην προσφώνηση. Κι έτσι ο Σόγαμπρος, ακόμα κι αν τον έπνιγε το αντρικό φιλότιμο, δεν εκδήλωνε φανερά τη δυσαρέσκειά του και δεν επαναστατούσε για να μην χάσει τον κορβανά. Γιατί προερχόταν συνήθως από φτωχή, πάμφτωχη οικογένεια.
Η αλεπού, μ' όλη την πονηριά της, γαντζώθηκε κάποτε στην παγίδα. Γιατί ως γνωστόν από την αρχαιότητα, ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και τον νοικοκύρη. Την έπιασαν, την έδειραν, της πέρασαν στον λαιμό αγκαθωτό συρμάτινο γιορντάνι, της έκοψαν το καμάρι της την φουντωτή ουρά κι έτσι ελεεινή τρισάθλια, τη γυροβόλησαν στο παζάρι. Τραβολογώντας της ανάμεσα στους πάγκους με τα καλούδια, άλλος την κλώτσαγε, άλλος τη χτύπαγε, άλλοι την έφτυναν και όλοι χαχανίζοντας την περιγελούσαν. Τελευταίος στη σειρά της αγοράς ο Σόγαμπρος του χωριού πουλούσε τα ζαρζαβατικά απ' το μποστάνι των πεθερικών του. Διαλαλούσε την πραμάτεια, ζύγιζε, πουλούσε κι ο πεθερός δίπλα, αυστηρός, σκυθρωπός, μην τυχόν και πάρει ο γαμπρός λίγο θάρρος, εισέπραττε τα φράγκα. 
Καθώς η κουστωδία των βασανιστών που έπαιρναν το αίμα τους πίσω για τις κλεμμένες κότες και τα σταφύλια και η ταλαίπωρη, καταχτυπημένη, καταματωμένη κι ελεεινή αλεπού πέρασαν μπροστά του, ο Σόγαμπρος έβαλε τα χέρια στην μέση και την περιγέλασε.
-Πως τα πέρασες στο παζάρι κυρά αλεπού;
Η αλεπού τίναξε το κεφάλι της με περηφάνια καταπίνοντας τον πόνο και τα αίματα και απάντησε.
-Όχι και τόσο καλά, αλλά σίγουρα από Σόγαμπρος καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...