Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Η μπέμπα-καπετάν Γιάννης


Edward Cucuel, νεαρή κοπέλα

Ο Μελέτης ήταν οδηγός στον στρατό. Μόλις απολύθηκε δεν ξανάπιασε δικέλι και μάτουκα στα χέρια. Φασκέλωσε την αγροτιά, πούλησε ένα χωραφάκι που είχε κληρονομιά από τον μακαρίτη τον γέρο του και πήρε φορτηγό. Ένα παλιό 3\4 του τόνου. Αυτό δεν είχε καμιά σημασία μιας κι ο Μελέτης του ενίσχυσε τις σούστες και του έβαζε και τέσσερις και πέντε τόννους. Κουβαλούσε τα πάντα από παντού προς παντού μες στην Αττικοβοιωτία. Το αγώι ξύπναγε τον αγωγιάτη κι ο Μελέτης μάζευε παράδες. Έκανε οικογένεια, έφτιαξε σπίτι και άλλαξε αυτοκίνητο. Πήγε στου Σαρακάκη με όλους τους παράδες στο χέρι και πήρε το VOLVO N88. Κόκκινο αστραφτερό με πράσινη ξύλινη καρότσα και μουσαμά με λευκές ρίγες κι ο Μελέτης επέκτεινε τις δουλειές του. Το αυτοκίνητο στιβαρό γρήγορο δεκάτονο, ο Μελέτης του έβαζε και δεκαπέντε και δεκαεφτά, του πλάτυνε τους ορίζοντες. Το ναύλωσε στον Συνεταιρισμό και μετέφερε τόνους λιπάσματα από τα εργοστάσια της Πτολεμαϊδας. Το VOLVO είχε μακρόστενο κάθισμα από την πόρτα του οδηγού ως την απέναντι του συνοδηγού. Ο Μελέτης είχε τα προικιά του κοντά, δυο κουβέρτες κι ένα μαξιλάρι. Όπου νύχτωνε πάρκαρε, έστρωνε τα ρούχα του και κοιμόταν στο κάθισμα. Το έγραφε και η επιγραφή στο πίσω και κάτω μέρος της καρότσας κάτω από την πόρτα. ''Έδρα όπου νυχτώσει''.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Μελέτης εξηντάρισε μες στην άσφαλτο. Ήδη τον φώναζαν μπάρμπα όπως συνηθιζόταν στα αρβανιτοχώρια απ'όπου καταγόταν. Είχε γεράσει και το φορτηγό του μα ο μπαρμπα-Μελέτης το συγύριζε και το περιποιόταν. Δεν τον είχε αφήσει στο δρόμο ποτέ. Οι υπάλληλοι του Συνεταιρισμού, όλοι νεώτεροι μιάς κι οι παλιοί είχαν πάρει σύνταξη, τον ρωτούσαν μπας κι είχε βαρεθεί τα δρομολόγια.
-Ντο βέσι ν Φτολεμαίτ μπαρμπα-Μελέτ;[Θα πας στην Πτολεμαίδα μπάρμπα-Μελέτη;]
-Ντο βέτε σι νούκ ντοβέτε; Τσι γιάμ καύσια τ ρι ν παχνί;[ Θα πάω πως δεν θα πάω; Τι είμαι βόδι να κάτσω στο παχνί;]
Γέροι νέοι παιδιά, άπαντες μιλούσαν την αρβανίτικη διάλεκτο στο Κριεκούκι το χωριό του μπάρμπα-Μελέτη. Τους άρεσε. Σκάρωναν περίφημα καλαμπούρια στα αρβανίτικα. Μα και το ίδιο το όνομα του χωριού το δήλωνε. Κρίε-κούκι. Κεφάλι-κόκκινο. Οι μύτες τους μάλλον ήταν πιό κόκκινες των μπαρμπάδων, μιας και κατέβαζαν με τις μπότσες το κρασί.
Φθινόπωρο, εποχή της σποράς κι ο μπαρμπα-Μελέτης δεν προλάβαινε τα δρομολόγια. Κείνη την μέρα, είχε και μια αβαρία κοντά στη Στυλίδα, του κλατάρισε λάστιχο κι ο μπάρμπα-Μελέτης αργοπόρησε. Έφτασε αργά το απόγευμα στην Πτολεμαΐδα και το εργοστάσιο λιπασμάτων είχε σχολάσει. Μικρό το κακό σκέφτηκε. Πάλι καλά που δεν του κλατάρισε το λάστιχο φορτωμένος. Βρήκε μια ήσυχη γειτονιά έξω έξω από την πόλη, με αραιά σπιτάκια και αλάνα να παρκάρει. Πάρκαρε απέναντι από ένα μοναχικό φτωχόσπιτο με κηπάκο και μια βρυσούλα κοντά στην αυλόπορτα, κλείδωσε και πήγε στο κοντινό ταβερνάκι να τσιμπήσει κάτι. Να πιεί και κάνα μισόκιλο. ''Θα φάμε καλά θα πιούμε σκέφτηκε κι αύριο πουρνό πουρνό φορτώνουμε και βουρ γιά το Κριεκούκι''. Το ταβερνάκι χαμηλό κι αυτό όπως όλα τα φτωχόσπιτα της γειτονιάς, είχε λίγα τραπεζάκια με καρό ασπροκόκκινα τραπεζομάντηλα και ψησταριά στον εσωτερικό χώρο. Μιά παρέα ντόπιοι πεντέξι νοματαίοι, είχαν ενώσει δυο τραπεζάκια και κουτσόπιναν στην μια πλευρά. Ο μπάρμπα-Μελέτης έπιασε τραπέζι στην απέναντι πλευρά και παράγγειλε μισόκιλο και παιδάκια. 
-Και πούσαι; Πρόσταξε τον κάπελα. Πιάσε και δυο μισόκιλα και κέρασε την παρέα απέναντι.
Οι ντόπιοι υποχρεώθηκαν με το κέρασμα και τον φώναξαν στην παρέα τους. Έγιναν φίλοι στα γρήγορα έτσι όπως μόνο οι Έλληνες το μπορούν και κουβέντιασαν μέχρι αργά. Ο μπάρμπα-Μελέτης τους είπε καλαμπούρια του χωριού του, λύθηκαν στα γέλια κι έγινε δικός τους άνθρωπος. Η ώρα όμως πέρασε κι ένας ένας άρχισε να καληνυχτίζει. 
-Κι εσύ που θα κοιμηθείς απόψε; Ο άντρας σαραντάρης καταδεχτικός τον ρώτησε.
-Στο φορτηγό μου που αλλού; 
-Μα όχι δεν είναι πρέπον. Θα έρθεις να κοιμηθείς στο φτωχικό μου. Είναι εκείνο το χαμηλό απέναντι από το φορτηγό. Μικράκι είναι. Στη μια κάμαρα κοιμάμαι γω με την κυρά και στην άλλη κοιμάται η Μπέμπα. Έχει χώρο και για σένα στο καμαράκι της Μπέμπας.
Προτού αρνηθεί ευγενικά ο μπάρμπα-Μελέτης πρόλαβε να σκεφτεί. ''Αυτό μου χρειάστηκε μένα τώρα στα γεροντάματα. Να κοιμηθώ με τη μπέμπα. Να με κατουρήσει τη νύχτα η μπέμπα, ωχού ρεζιλίκια και να τ' ακούγανε οι γέροι στο Κριεκούκι. Άσε που μπορεί να κλαίει τη νύχτα και να μ' αφήσει άυπνο...''. 
-Μπα όχι. Ευχαριστώ για την καλή καρδιά μα έχω συνηθίσει το γρέκι μου. Και δεν το αλλάζω.
-Ας είναι καλά το γινάτι σου. Το πρωί κόπιασε για καφέ.
-Αυτό ναι. Μετά χαράς. Καληνύχτα.
-Καληνύχτα...




Ο γέρος έστρωσε στα γρήγορα τις κουβέρτες του και τον πήρε πασαλίδικα. Έπιασε κι ένα ψιλόβροχο τη νύχτα, οι στάλες χτυπούσαν απαλά στην οροφή τις καμπίνας και τον νανούριζαν. Με το πρώτο φως της αυγής ξύπνησε. Τανύστηκε, μάζεψε τα προικιά του τα τακτοποίησε διπλωμένα στο σακί που είχε για αυτή τη δουλειά και βγήκε να πάει να νιφτεί στη βρυσούλα απέναντι στη μάντρα του φτωχόσπιτου. Καθώς πλενόταν με θόρυβο, απ' το σπιτάκι βγήκε μια κοπελιά ίσαμε δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών, με άσπρο κοντό νυχτικούλι και με ανοιχτό μπούστο, με τη γλύκα που έχουν οι νεαρές όμορφες γυναίκες την ώρα που ξυπνούν και του πρόσφερε πετσέτα.
-Καλημέρα σας. Κοιμηθήκατε καλά; Κρίμα που δε ήρθατε στο σπίτι μας; Ο πατέρας μου είπε πως είστε πολύ καλός άνθρωπος. Σας περιμένει μέσα για καφέ.
Ο μπάρμπα-Μελέτης ξαφνιάστηκε. Την κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια. Η καρδιά του χτύπησε άταχτα.
-Ποια είσαι εσύ κοπέλα μου; Πως σε λένε;
-Εγώ είμαι η Μπέμπα. Με λένε Μπέμπα. Εσάς πως σας λένε;
-Αααααα! Εμένα με λένε Καύσια*. Εγώ είμαι ο κύριος Καύσιας κορίτσι μου.
Κι ο μπάρμπα-Μελέτης, καθώς η κοπελιά έστριψε προς το σπίτι και δεν τον έβλεπε, έριξε μια μεγαλόπρεπη μούντζα ολόισια στην αγουροξυπνημένη του μούρη.


καπετάν Γιάννης

*Καύσιας: Αρβανίτικη έκφραση. Σημαίνει ζώο. Εδώ με την έννοια του ανόητου, του βλάκα.


Το έργο του καπετάν Γιάννη (Ιωάννη Παπαγεωργίου) δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί. Είναι πολύπλευρο. Εδώ θα γνωρίσουμε μία μονάχα πλευρά του. Ιστορίες που κατέγραψε ο καπετάν Γιάννης με τη γλαφυρή του πένα, διασώζοντας ιστορίες του καφενείου.
Ο καπετάν Γιάννης καταγόταν από την Καλλιθέα Θηβών. Γεννημένος το 1957 τελείωσε στην Αθήνα τις Γυμνασιακές του σπουδές. Ήταν αγρότης και λάτρης της καλής λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, επιδόθηκε με θέρμη στην πεζογραφία δημοσιεύοντας πολλά κείμενά του στο διαδίκτυο κερδίζοντας εξ' αρχής την αναγνώριση και το κοινό του. Το 2017 δυστυχώς σκοτώθηκε σε ατύχημα αφήνοντας όμως πίσω πολλά πεζογραφήματα, κληρονομιά και προίκα στο μέλλον. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...